Η έννοια «μεταρρύθμιση» και η έννοια «εκσυγχρονισμός» είναι διαφορετικού περιεχομένου. Η χθεσινή εκδήλωση που οργανώθηκε από τον κύκλο της Άννας Διαμαντοπούλου προς τιμήν του πρώην πρωθυπουργού και ιστορικού «ηγέτη» της ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας, στην οποία παρέστη και ο σημερινός πρωθυπουργός, επικεφαλής της Κεντροδεξιάς κ. Μητσοτάκης, έφερε στο προσκήνιο μια παλιά συζήτηση.

Ο Κ. Μητσοτάκης αποτελεί μια συνέχεια της εποχής Σημίτη; Το γεγονός ότι ο σημερινός πρωθυπουργός αξιοποιεί στελέχη προερχόμενα από το επονομαζόμενο «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ» σημαίνει κάτι; Όπως για παράδειγμα ότι η Νέα Δημοκρατία έχει γίνει λιγότερο ή περισσότερο ΠΑΣΟΚ, υπακούοντας στην ανωτερότητα του κυβερνητισμού της εποχής Σημίτη σε σχέση με τη δική της δεξιά παράδοση;

Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Ο κ. Σημίτης το 1996 ως πρωθυπουργός επεχείρησε έναν εκσυγχρονισμό της Ελλάδας του ΠΑΣΟΚ. Θέλησε να περάσει από τον «λαϊκισμό» και την κομματοκρατία τύπου Μπάαθ και Περόν σε μια ευρωπαϊκή προσαρμογή της χώρας, μιας και ούτως ή άλλως εμπεδωνόταν η εποχή της Συμφωνίας του Μάαστριχτ και είχε ξεκινήσει η μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση με νομισματική και οικονομική ζώνη (ΟΝΕ). Η φιλοδοξία όχι μόνο του δεσπόζοντος ως προς τη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ τότε, αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης της κεντροδεξιάς, φιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας, ήταν η Ελλάδα να ενταχθεί το συντομότερο στη ζώνη του ευρώ.

Φυσικά η Ελλάδα δεν είχε καθόλου προδιαγραφές για ένα τέτοιου τύπου «σκληρό νόμισμα», ανάλογο με το γερμανικό μάρκο. Ο εκσυγχρονισμός Σημίτη ως προς τη «σύλληψή» του στηρίχτηκε σε μια θεμελίωση βάση. Στη μετατροπή της Ελλάδας σε εξωχώριο κρατίδιο της ομοσπονδιακής σοσιαλδημοκρατικής Γερμανίας,δεσπόζουσας δύναμης και με αμερικανική οπτική της μεταψυχροπολεμικής ενιαίας Ευρώπης. Υπό την έννοια αυτή η στρατηγική του χαρακτηρίσθηκε από τους κύκλους της Δεξιάς και της Αριστεράς της εποχής, που δεν είχαν όμως ουσιώδη παρέμβαση, ως νέα «βαυαροκρατία». Το μοντέλο Σημίτη στις ενδημικές του παραμέτρους βασίσθηκε στην εγχώρια διαπλοκή, υπό την έννοια των υπαρχόντων ισχυρών σε όγκο και επιρροή ομίλων επιχειρήσεων, που ονομάσθηκαν και χαρακτηρίσθηκαν από τον τότε πρωθυπουργό και τον κύκλο του ως «εθνικοί πρωταθλητές». Ο εκσυγχρονισμός Σημίτη, που έβλεπε τον εαυτό του ως νέο Παπαναστασίου, κατέρρευσε δύο φορές, τη μία με το κραχ του ελληνικού χρηματιστήριου και την άλλη, οριστική, με την κήρυξη χρεοκοπίας και δημοσιονομικής κατάρρευσης της χώρας του 2009-2010, μία δεκαετία μετά την ένταξη στο ευρώ. Ο Κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε την πρωθυπουργία του στο τέλος της εποχής των μνημονίων, όταν η χρεοκοπία είχε αποκτήσει μια «κανονικότητα» ως προς την ανάσχεσή της, όμως η χώρα θα έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να είναι ισχυρή μέσα στο ευρώ, αλλά και να ανασυνταχθεί διεθνώς ως προς το προφίλ και τον δυναμισμό της.

Ο Κ. Μητσοτάκης επιχειρεί μια μεταρρύθμιση και όχι έναν εκσυγχρονισμό. Δεν επιδιώκει να βελτιώσει δηλαδή ένα προϋπάρχον μοντέλο. Αλλά να δημιουργήσει ένα μοντέλο ισχύος και σταθερότητας για μια επόμενη Ελλάδα με προοπτική το 2030- 2035. Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται εν μέσω μεγάλων κρίσεων και παγκόσμιας αναδιάταξης ισχύος. Η μεταρρύθμιση Μητσοτάκη αντιπαρατίθεται με την ιστορία της χώρας ως προς τις «χαμένες προσδοκίες» που θα πρέπει να αποφευχθούν, ενώ συμπυκνώνοντας τις αντιλήψεις, τις θεωρήσεις και κυρίως τις αρχές και την ηθική τάξη της Δεξιάς και του παραδοσιακού βενιζελισμού και αστισμού, ως προς τον μετασχηματισμό και την κοινωνική συνοχή της Ελλάδας και των Ελλήνων, επιδιώκει μια χώρα με εθνικό μοντέλο, ισχυρή όσο τότε που κέρδιζε τους Βαλκανικούς Πολέμους (1909-1913), αλλά και διεθνή σε σχέση με το μέλλον που ξεπερνά και την ίδια την πρωθυπουργία του.

Κ. Μητσοτάκης και Κ. Σημίτης έχουν κοινό σημείο αφετηρίας ότι εντάσσονται και εκφράζουν την αθηνοκεντρική ελίτ, τηρουμένων των αναλογιών.

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 6/11