Από τους υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και γενικώς ιστορικά από τους υπουργούς Οικονομικών στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση.

Δεν είναι απλώς συμπαθής λόγω της οξύνοιας του πνεύματός του, του χιούμορ του και της γενικότερης κουλτούρας του, αλλά διακριτός για την οικονομική πολιτική του ρεαλισμού που άσκησε σε μια ιδιαιτέρα δυσχερή τριετία. Ο Ευκλ. Τσακαλώτος ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών διαδεχόμενος τον Γιάνη Βαρουφάκη τον Ιούλιο του 2015 και παρέμεινε στη θέση του μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου μέχρι τον Ιούλιο του 2019, οπότε ο ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε τη διακυβέρνηση στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο κ. Τσακαλώτος υπήρξε ο υπουργός που προχώρησε στη διαχείριση του τρίτου κατά σειρά μνημονίου που υπέγραψε η χώρα, οργάνωσε τη μακροπρόθεσμη διαχείριση του χρέους, τη θεσμική έξοδο από τα μνημόνια το 2018 και άφησε στα ταμεία του κράτους αποχωρώντας από το υπουργείο της πλατείας Συντάγματος πάνω από 35 δισ. ευρώ διαθέσιμα, για τους επόμενους. Επί των ημερών του στο υπουργείο Οικονομικών έδειξε συγκρότηση, σοβαρότητα και παρά το ανέμελο στυλ του, με το κόκκινο σακίδιο στον ώμο, επέβαλε αίσθηση σεβασμού και πειθαρχίας στους πολίτες.

Ακόμη και σε αυτούς που δεν ψήφιζαν ή αντιμάχονταν με κάθε τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση συνασπισμού με τους ΑΝΕΛ. Ο κ. Τσακαλώτος, ένας Έλληνας των παροικιών με σπαστά ελληνικά και μακρά διαδρομή στην Ολλανδία όπου γεννήθηκε και στην Αγγλία όπου εξέλιξε τις πανεπιστημιακές σπουδές του και δίδαξε στο Κεντ, υπήρξε ταυτόχρονα κοσμοπολίτης και αδιαπραγμάτευτα «αριστερός» στη φιλοσοφία του. Αλλά όχι στην οικονομική στρατηγική που εξέλιξε. Διακρίθηκε από έναν συγκεκριμένο τρόπο «πραγματισμού», μάλλον ασυνήθιστο ακόμη και για Έλληνα εξωτερικού, που συνέκλινε στο «θα κάνω τη δουλειά που ανέλαβα».

Μιλάμε ουσιαστικά για την εποχή μετά το δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, τις πιέσεις για προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδικασμένα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ στις δεύτερες εκλογές μέσα σε λίγους μήνες επικράτησε και πάλι και προχώρησε εκ νέου σε κυβέρνηση συνασπισμού με τους ΑΝΕΛ, προδίδοντας τις «συστημικές» προσδοκίες για αναγκαστική κυβέρνηση, περίπου, εθνικής ενότητας ή στη χειρότερη περίπτωση για μια κυβέρνηση συνασπισμού με το τότε ΠΑΣΟΚ. Ο κ. Τσακαλώτος επειδή ακριβώς επέτυχε μια τέτοια διαδρομή στο υπουργείο Οικονομικών, όπου έκανε μια δύσκολη δουλειά, έχαιρε και χαίρει γενικότερης εκτιμήσεως. Σεβασμού μάλιστα δεν χαίρει μόνον στο εσωτερικό της χώρας μας αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο κ. Τσακαλώτος, όταν από το 2019 και μετά έβγαλε το κοστούμι του υπουργού και γύρισε στις κομματικές «καντρίλιες» της πλατείας Κουμουνδούρου, ενεπλάκη στον μέγιστο βαθμό στις «ίντριγκες» και τις «αγκυλώσεις» της παράδοσης της Αριστεράς, συμμετέχοντας στην εσωκομματική αντιπολίτευση στην ηγεσία Τσίπρα με τη συνιστώσα Ομπρέλα. Η εμπλοκή αυτή και η μονομέρεια για την «αριστερή διαδρομή» του κόμματος τον «εγκλώβισαν» και τελικά τη μακρά περίοδο 2019-2023, από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, δεν βοήθησε ούτε το κόμμα του ούτε τη χώρα με οικονομικές και στρατηγικές προσεγγίσεις. Παρά την πολιτική γοητεία που ασκεί η υποψηφιότητά του για την ηγεσία, μετά την παραίτηση Τσίπρα, είχε ισχνή υποστήριξη. Τώρα ετοιμάζεται για αποχώρηση και από το κόμμα, επιλέγοντας μια διαδρομή στην «πολιτική έρημο». Κάνει ένα στρατηγικό λάθος.

Δεν υπάρχει χώρος ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ, αλλά ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΚΚΕ και αυτός το μόνο που θα πετύχει είναι να καταστεί τελικά «έκκεντρος». Και είναι ένας πολιτικός τον οποίο η χώρα χρειάζεται για τη συγκρότησή του ως οικονομολόγου και ως προσωπικότητας στη δόμηση της προοπτικής της που εξελίσσεται. Τι κρίμα...