ΟΙ ΡΑΓΔΑΙΕΣ, αν και αναμενόμενες, εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ το Σαββατοκύριακο επιβεβαιώνουν μια πραγματικότητα. Ότι τα επόμενα χρόνια η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα εκπροσωπεί απλά τη Νέα Δημοκρατία και θα εκφράζει την κεντροδεξιά αντίληψη για την εξέλιξη και την πορεία της χώρας.

Δεν θα είναι δηλαδή ως πρωθυπουργός απλά ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, που έχει με την επιλογή των πολιτών την πλειοψηφία βουλευτών στο Κοινοβούλιο. Θα είναι ένας κυβερνήτης που θα διαχειρίζεται τις τύχες του εθνικού κράτους και τα συμφέροντα του λαού στο σύνολό του, χωρίς μεγάλο μέρος των πολιτών, που δεν τυγχάνουν ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, να έχουν ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα περισσότερα των οποίων βρίσκονται σε μετάβαση. Η φάση αυτή του κομματικού συστήματος θα διαρκέσει -είναι πλέον ορατό εκ των συνθηκών- περίπου όσο και η συνταγματική εντολή της δεύτερης θητείας στην πρωθυπουργία του κ. Μητσοτάκη.

Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του θα πρέπει να χαρακτηρίζονται από μια επικοινωνία και ανάδειξη πολιτικών τέτοια που να εξηγεί σε όλους την αναγκαιότητα των πρωτοβουλιών, των εκσυγχρονισμών και των μεταρρυθμίσεων πέραν και πάνω από την κομματική αντιπαράθεση κλασικού τύπου στην Ελλάδα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης άλλωστε και οι διασπάσεις τους δεν προβλέπεται να είναι σε θέση να κάνουν συγκροτημένη πολιτική αντιπαράθεση θέσεων και να υποστηρίξουν προτάσεις δημιουργικές μακροπρόθεσμα, αφού η ματιά τους θα είναι πάντα στις δημοσκοπήσεις, στις πρόσκαιρες εντυπώσεις και στο μεταξύ τους «power game» για μια «θέση κάτω από τον ήλιο», είτε ενόψει ευρωεκλογών είτε στο μακρύ μεσοδιάστημα μέχρι τις εθνικές εκλογές του 2027. Οι «ατάκες» δηλαδή και τα συνθήματα θα επικρατούν έναντι των επιχειρημάτων και των ιδεών, ενώ η γρήγορη επικοινωνία μέσω κοινωνικών δικτύων ή διαδικτύου θα υποκαθιστά κάθε σοβαρή αλλά μακρόσυρτη εκ των πραγμάτων συζήτηση όπως αυτές που διεξάγονται στο Κοινοβούλιο.

Ο πρωθυπουργός έχει αποδείξει στα πάνω από τέσσερα χρόνια που ασκεί τα καθήκοντά του ότι αντιμετωπίζει τους πολίτες με την ίδια ευθύνη, είτε ανήκουν στους ψηφοφόρους του κόμματος του είτε όχι. Αυτήν άλλωστε τη λογική του θεσμικού κυβερνητισμού, που τον χαρακτηρίζει, οι πολιτικές ηγεσίες της αντιπολίτευσης -και όχι μόνον- επανειλημμένως δοκίμασαν να αμφισβητήσουν χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού η σχέση εμπιστοσύνης πρωθυπουργού και πολιτών είναι διαρκής και αδιαμεσολάβητη. Η κατάσταση πραγμάτων στον ΣΥΡΙΖΑ και οι συνθήκες που επικρατούν στο ΠΑΣΟΚ, με την πολυδιάσπαση που επικρατεί στην αντιπολίτευση και την αδυναμία κάποιο κόμμα να διασφαλίσει δεσπόζουσα θέση, μπορεί, από τη μία, να οριοθετούν μια πολιτική ηγεμονία για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά δημιουργούν, από την άλλη, επιπλέον συστημικές ευθύνες για την κυβέρνηση. Η συνοχή και η συνεκτικότητα της κοινωνικής συγκρότησης σε συνθήκες διαδοχικών εξωγενών κρίσεων προς διαχείριση αλλά και προώθησης μεταρρυθμίσεων και προσαρμογών θα πρέπει να διασφαλίζονται από τον πρωθυπουργό-κυβερνήτη μονομερώς. Και μπορεί, χωρίς αμφισβήτηση πλέον, ο κ. Μητσοτάκης να αναγνωρίζεται ως ο πλέον κατάλληλος και ώριμος πολιτικά για μια τέτοια αποστολή, αλλά δημιουργούνται επιπλέον ευθύνες.

Ο κίνδυνος είναι εξαιτίας της ανυπαρξίας ισχυρής αντιπολίτευσης αλλά και ουσιαστικής παρουσίας της ελάσσονος αντιπολίτευσης να δημιουργηθούν συνθήκες ενίσχυσης του ακραίου δεξιού και αριστερού «ακτιβισμού», στα όρια του εξτρεμισμού. Για τον λόγο αυτό ο κυβερνητικός λόγος θα πρέπει να είναι άλλου ύφους και πλαισίου από τον κομματικό, τον εκπορευόμενο από τη Νέα Δημοκρατία ως πολιτικού οργανισμού. Επίσης, η εθιμοτυπία και η θεσμικότητα όχι μόνον του ίδιου του πρωθυπουργού, που είναι πάντα πιστός στο δόγμα του κυβερνήτη των Ελλήνων, αλλά και των μελών της κυβέρνησής του να είναι ανάλογου επιπέδου. Εκλογές άλλωστε θα έχουμε σε περίπου 3,5 χρόνια, όχι αύριο...

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 14/11