Με αφορμή το σε δημόσια διαβούλευση πλέον φορολογικό νομοσχέδιο, που πέραν των άλλων ρυθμιστικών προβλέψεων θέτει κατώτατο τεκμαρτό εισόδημα για τους ελευθέρους επαγγελματίες, και τις αντιδράσεις που αυτό προκάλεσε, γίνεται φανερή η παρεξήγηση διάφορων ομάδων, επαγγελματικών, πολιτικών και τεχνοκρατικών για την έννοια «φιλελευθερισμός».
Η σημερινή κυβέρνηση και εν συνόλω η Νέα Δημοκρατία είναι πολιτική έκφραση της στρατηγικής και των πολιτικών του φιλελευθερισμού. Αυτές συνάδουν με μειωμένους φόρους, ελευθερία κινήσεων και ευκαιριών στην αγορά και την επιχειρηματική δράση, ενώ η όλη θεώρηση πραγμάτων κυριαρχείται από το αξίωμα ότι κεντρικός στόχος είναι η ενίσχυση των ρυθμών ανάπτυξης και η αύξηση του πλούτου, μέρος του οποίου επιστρέφει στη αγορά μέσω της κατανάλωσης, όπου αυτή σημαίνει εκ νέου αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, νέες θέσεις εργασίας, ενίσχυση των ατομικών εισοδημάτων και διόγκωση των εσόδων του κράτους, άρα και των κοινωνικών δαπανών και τελικά ισχυρό κύκλο ευημερίας. Χωρίς να χρειάζεται ένας δομικός μηχανισμός αναδιανομής πλούτου και εμπέδωσης συνθηκών κοινωνικής δικαιοσύνης μέσω της οριζόντιας ισότητας στα εισοδήματα, που υποστηρίζουν οι σοσιαλιστές.
Στην παρούσα φάση η «παρεξήγηση» στην Ελλάδα οφείλεται στο γεγονός ότι ως «φιλελευθερισμός» λογίζεται να μην πληρώνω τους φόρους μου, να κλέβω το κράτος και τους συμπολίτες μου, να διατηρώ στα όρια της πτώχευσης με ατομικές δαπάνες την επιχείρησή μου για να μην πληρώνω φόρους και να δημιουργώ συνθήκες «γαλέρας» για τους εργαζόμενους μου, να αναλαμβάνω δάνεια που δεν αποπληρώνω ή που μου δίνουν τη νομιμοποιητική βάση για το ξέπλυμα «μαύρου χρήματος», να αξιοποιώ το λαθρεμπόριο, για παράδειγμα, στα καύσιμα ώστε να χαμηλώνω τις τιμές και να κερδοσκοπώ έναντι του κράτους ταυτόχρονα, να ακολουθώ, από την άλλη, εναρμονισμένες πολιτικές με άλλους ισχυρούς του κλάδου ώστε να κερδοσκοπούμε σε βάρος των πελατών μας ακόμη και σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, να εξεγείρομαι ενθυμούμενος τον συνδικαλισμό, όταν μου ζητείται από την πολιτεία η εκπλήρωση των υποχρεώσεων μου.
Όλα αυτά λογίζονται ως «φιλελεύθερη» πρακτική στη χώρα μας. Και μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι οι στρεβλώσεις αυτές προέκυψαν από την περίοδο της χρεοκοπίας και των μνημονίων. Δεν είναι, όμως, έτσι. Τέτοιες στρεβλώσεις, ειδικά σε θέματα φοροδιαφυγής, υπήρχαν και πριν από τη χρεοκοπία. Η Ελλάδα ήταν γνωστή διεθνώς ως «ένα φτωχό κράτος με πλούσιους πολίτες». Επίσης, στην παρούσα πλέον φάση, επί ημερών διακυβέρνησης Μητσοτάκη, το προφίλ της χώρας αναβαθμίσθηκε και αποκαταστάθηκε στον μέγιστο βαθμό τόσο στον ευρωπαϊκό κύκλο όσο και στον διεθνή. Πέραν της επενδυτικής βαθμίδας, συνεχείς είναι η αναγνωρίσεις εκτίμησης και σεβασμού στη νέα πραγματικότητα μας, ακόμη και από τους Γερμανούς, όπως φάνηκε από τις συναντήσεις του πρωθυπουργού στο Βερολίνο τα τελευταία 24ωρα.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι διαφορετικό και σε κάθε περίπτωση δεν είναι αμιγώς πολιτικό. Είναι ένα ζήτημα κοινωνικής συγκρότησης, ηθικής τάξης και επιστροφής στη μέση τάξη των «νοικοκυραίων». Αυτούς που πάντα πρόσβαλλε η Αριστερά του κ. Φίλη ως «κυρ-Παντελήδες». Των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που είχαν εντιμότητα, αξιοπρέπεια, σεβασμό στους νόμους, στην τάξη, στον Θεό και την πατρίδα. Αυτών που τόσο στην οικογένειά τους όσο και στις δουλειές τους είχαν αξίες, παράδοση, συνέχεια κινούμενοι από γενιά σε γενιά προοδευτικά και φιλελεύθερα χωρίς εισαγωγικά και με την πεποίθηση ότι στη ζωή τους κάνουν το σωστό, χωρίς εγκλήματα ούτε προς τον συνάνθρωπο ούτε προς το κράτος τους.
Σε κάθε περίπτωση όμως θα ήταν λάθος για την ίδια την κοινωνία να αλλάξει η φιλοσοφία αυτού του νομοσχεδίου και να διατηρηθούν γνωστές παθογένειες. Διότι βασική επιδίωξή μας μέσω αυτής της νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι να υπάρξει μια εντονότερη αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης. Κι αυτό είναι, φαντάζομαι, κοινή επιδίωξη όλων μας.