Απέναντι στο Ίλιντεν
Μια παραδοχή περισσότερο για την ταυτότητα και τη γλώσσα του σλαβομακεδονικού «καντονιού» στη γείτονα περιοχή, παρά μια ονομασία και μόνον
Ενώ έχουν περάσει παραπάνω από 25 χρόνια από την απαρχή της διπλωματικής περιπέτειας με την ονομασία των Σκοπίων, η πραγματικότητα τώρα έδειξε το βάθος της σημασίας που έχει αυτή η ονομασία. Αυτό συνέβη όταν προ ολίγων εβδομάδων ετέθη προς συζήτηση και προ ολίγων ημερών δημοσιοποιήθηκε ως ενδεχόμενη ονομασία η «Μακεδονία του Ίλιντεν».
Μια παραδοχή περισσότερο για την ταυτότητα και τη γλώσσα του σλαβομακεδονικού «καντονιού» στη γείτονα περιοχή, παρά μια ονομασία και μόνον.
Η εξέγερση του Ίλιντεν βρίσκεται σε ευθεία σχέση με τη θεώρηση πραγμάτων του κινήματος VMRO, ακραίου εθνικιστικού πολιτικού μορφώματος, που από τη δεκαετία του 1990 ακόμη θέλησε να δώσει μια συνέχεια στον βουλγαρικό εθνικισμό των «κομιτατζήδων» και ένα νέο «παρών», εδαφικό και αλυτρωτικό, με όχημα μια χώρα που αρχικά ονομάστηκε FYROM.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η πρόταση «Μακεδονία του Ίλιντεν» δεν είχε συμπεριληφθεί για δεκαετίες στη «δέσμη» προτάσεων» του μεσολαβητή από πλευράς ΟΗΕ, Μ. Νίμιτς, αλλά και οι ίδιες οι πολιτικές ηγεσίες της γείτονος, ακόμη και οι πλέον επιθετικά εθνικιστικές, επέμεναν να παρουσιάζονται ως «ιστορικοί παλιάτσοι», γεμίζοντας τις πλατείες και τα σημεία εισόδου και εξόδου της εδαφικής περιοχής τους με αγάλματα και ονόματα του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου της Ελληνικής Μακεδονίας… Αντί να διαδηλώσουν την εθνοτική συνέχειά τους από τους κινηματίες του Ίλιντεν (1903).
Γιατί δεν το έκαναν και προτίμησαν τον «αφελή» εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό της συνέχειας του Μ. Αλεξάνδρου;
Απλώς, για- τί το Ίλιντεν χωρίζει στη μέση, με κάθετο τρόπο, το αλβανικό Τέτοβο από το σλαβομακεδονικό Ίλιντεν, που σε κάθε περίπτωση έρχεται πολύ κοντά στη Βουλγαρία. Στην παρούσα φάση, οι συνθήκες και οι σχέσεις Ελλάδας-ΗΠΑ δεν επιτρέπουν ιδιαίτερες αναταραχές στη Βαλκανική.
Επίσης, όχι μόνον οι ΗΠΑ αλλά και η Ευρώπη σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε μια διατάραξη του παραδοσιακού άξονα σταθερότητας Ελλάδας-Βουλγαρίας-Σερ- βίας-Ρουμανίας. Ούτε καν το Βερολίνο, η επεκτατική και ρεβανσιστική στρατηγική του οποίου έφερε το χάος στη Βαλκανική στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Και, φυσικά, η διάθεση της Μόσχας για εκ νέου «βαλκανοποίηση» της περιοχής, προκειμένου να μην επεκταθούν οι ζώνες του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., δεν αρκεί για να παράγει δομικές ανατροπές. Με την έννοια αυτή, η «Μακεδονία του Ίλιντεν» απεσύρθη από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων τόσο απλά και βιαστικά όπως παρουσιάσθηκε. Όμως, θα πρέπει να παραμείνει ο προβληματισμός για την ελληνική διπλωματία.
Πώς είναι δυνατόν να χαράσσεται στρατηγική από την πλευρά μας χωρίς να λαμβάνεται υπό- ψη το ιστορικό συνειδητό; Πώς είναι δυνατόν να διαπραγματεύεται η Ελλάδα από το 1991 με συμμάχους και με ανταγωνιστικά σε αυτήν συμφέροντα, χωρίς να κατορθώνει να συλλάβει και να περιγράψει την αφήγηση των Σκοπίων ως συνέχειας του Ίλιντεν και της Βαλκανικής Σοβιετικής Ομοσπονδίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Πώς είναι δυνατόν να αρνείται και να φοβάται την Αλβανία ή τη Βουλγαρία και να μη λαμβάνει υπόψη της η διπλωματία μας ότι το πρόβλημα θα προέκυπτε από δύο περιοχές- «ταραχοποιούς» και αστάθμητους παράγοντες, όπως τα Σκόπια και το Κοσσυφοπέδιο;