Δεν έχουν περάσει παρά μόνο λίγοι μήνες από τότε που ο υπουργός Εσωτερικών κ. Σκουρλέτης είχε επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση για την εφαρμογή του συστήματος της απλής αναλογικής στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Συγκεκριμένα το έκανε με τον γνωστό - πατενταρισμένο από την κομματική του παράταξη – επαναστατικό βερμπαλισμό, δηλώνοντας πως «η απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα στις αυτοδιοικητικές εκλογές θα έλθει να σπάσει τα σημερινά αυτοδιοικητικά κατεστημένα». Μόλις προχθές παρουσιάστηκαν από τον κ. Σκουρλέτη τα βασικά στοιχεία του σχετικού νομοσχεδίου για την «ανασυγκρότηση» της Αυτοδιοίκησης το οποίο φέρει την ονομασία «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι», στο οποίο πράγματι προβλέπεται η καθιέρωση της απλής αναλογικής στις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Η αλήθεια είναι ότι ο κ. υπουργός γνωρίζει –γιατί δεν είναι δυνατόν να μη το γνωρίζει- ότι η απλή αναλογική δεν «θα έλθει να σπάσει τα σημερινά αυτοδιοικητικά κατεστημένα» αλλά στην πραγματικότητα θα έλθει να «ποδοπατήσει» τον ίδιο το θεσμό της Αυτοδιοίκησης. Όπως ακριβώς έχει αποδειχθεί ιστορικά από τις –ευτυχώς ελάχιστες- περιόδους που έχει κάνει την εμφάνισή της στην κοινοβουλευτική ιστορία της χώρας.

Πέραν οποιουδήποτε άλλου επιχειρήματος περί της αποσταθεροποιητικής λειτουργίας της απλής αναλογικής, αρκεί να αναλογιστούμε, αυτό που πρόσφατα ορθά επισήμανε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρώην βουλευτής, υπουργός και ευρωβουλευτής Παρασκευάς Αυγερινός, σχετικά με το πώς λειτούργησε η απλή αναλογική στις τρεις περιόδους που έκανε την εμφάνισή της στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας: Την περίοδο 1926-28, όπου είχαμε 13 κόμματα στη Βουλή, από την οποία προέκυψαν πέντε κυβερνήσεις σε αυτά τα δύο χρόνια, την περίοδο 1932-36, όπου προκλήθηκαν εκλογές τέσσερις φορές σε αυτά τα τέσσερα χρόνια και, τέλος, την περίοδο 1950-52, όπου και πάλι με 13 κόμματα στη Βουλή επί δύο έτη δεν υπήρχε ισχυρή Κυβέρνηση.

Είναι σαφές ότι η απλή αναλογική μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και ωφέλιμα σε κοινωνίες που έχουν αποβάλλει τον δογματισμό και έχουν εμπεδώσει την συνεργασία, τη σύνθεση απόψεων και τη συναίνεση ως στοιχεία της πολιτικής τους κουλτούρας. Εξίσου σαφές είναι, δυστυχώς, ότι ουδείς μπορεί με πειστικό τρόπο να υποστηρίξει ότι τα πράγματα στην πολιτική μας κουλτούρα είναι καλύτερα στους τομείς αυτούς σήμερα σε σχέση με τις παραπάνω ιστορικές περιόδους. Ίσως μάλιστα να είναι και χειρότερα, δεδομένων και των νέων ηθών που έχει φέρει στην πολιτική ζωή ο συνασπισμός-έκτρωμα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την «καφενειακής λογικής» αντιμετώπιση της πολιτικής αντιπαράθεσης και την -προσεκτικά σχεδιασμένη και εκτελούμενη από τον ίδιο συνασπισμό- υποκατάσταση της παράθεσης επιχειρημάτων από «ατάκες» και εξυπνακισμούς που αποσκοπούν στην ικανοποίηση του θυμικού ενός σκληροπυρηνικού κομματικού ακροατηρίου και όχι στον ουσιαστικό πολιτικό διάλογο.

Μπορεί λοιπόν ένα νέο πείραμα με την εφαρμογή της απλής αναλογικής με πειραματόζωο την Αυτοδιοίκηση να μην έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωσή της, μέσω της αδρανοποίησής της και της πλήρους παράλυσης των οργάνων της; Προφανώς η ερώτηση είναι ρητορική.

Η δρομολογούμενη από την Κυβέρνηση εφαρμογή της απλής αναλογικής στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία είναι βέβαιο ότι θα παραλύσει την λειτουργία του θεσμού, είναι ως απόφαση, αποτέλεσμα έλλειψης γνώσης των ιστορικών δεδομένων και εσφαλμένης πολιτικής εκτίμησης ή είναι συνειδητή επιλογή με σκοπό την αδρανοποίησή της. Η απάντηση είναι ότι οι σημερινοί κυβερνώντες, σε αντίθεση με αυτά που ίσως θέλουν να πιστεύει ο ελληνικός λαός, δεν είναι ούτε αφελείς, ούτε ανιστόρητοι, ούτε ρομαντικοί ιδεολόγοι. Αντιθέτως, αποτελεί συνειδητή στρατηγική επιλογή τους ο ακρωτηριασμός του θεσμού της Αυτοδιοίκησης και αυτό είναι προφανές. Το οποίο μας φέρνει και στο κρίσιμο ερώτημα: Για ποιο λόγο να επιδιώκουν κάτι τέτοιο;

Η απάντηση, κατά την γνώμη μου, βρίσκει έρεισμα σε δύο λόγους οι οποίοι αλληλοσυμπληρώνονται. Αρχικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τοπική αυτοδιοίκηση ως θεσμός είναι δημιούργημα των δυτικών κρατών και αποτελεί γνώρισμα φιλελεύθερων πολιτικών συστημάτων. Η διάχυση εξουσιών και αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος προς τις τοπικές κοινωνίες είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα πολιτικών συστημάτων και ιδεολογιών που κινούνται στο κέντρο ή στην κεντροδεξιά. Αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως φαίνεται και από την άνευ ιστορικού προηγουμένου απροκάλυπτη προσπάθεια πλήρους ελέγχου και χειραγώγησης της Δικαιοσύνης και των ΜΜΕ, ιδεοληπτικά εμμένει στο όραμα της εγκαθίδρυσης μιας ιδιότυπης «Σοβιετικού τύπου» λειτουργίας του κράτους, το οποίο ελέγχει κεντρικά και καθολικά όλες τις κρατικές και κοινωνικές δομές. Στο πλαίσιο αυτό η τοπική αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να έχει άλλο ρόλο από του απλού εκτελεστή των κρατικών επιλογών, δίχως ουσιαστικές αρμοδιότητες και δυνατότητα λήψης σημαντικών αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο.

Κι αν αυτή η προσπάθεια δημιουργίας ενός κράτους – τέρατος «από το παράθυρο» είναι κατακριτέα και αποκρουστική, ο δεύτερος λόγος που επιθυμεί την παράλυση της τοπικής αυτοδιοίκησης η κυβερνητική παράταξη είναι ανατριχιαστικός. Διαβλέποντας ότι οι πιθανότητες να ξαναβρεθεί η εξουσία στα χέρια τους μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές είναι απειροελάχιστες, εφαρμόζουν την πολιτική της «καμένης γης», προκαλώντας «μπάχαλο» όπου μπορούν και ναρκοθετώντας το πεδίο για την επόμενη Κυβέρνηση (βλ. παιδεία, αυτοδιοίκηση, σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους, Σκοπιανό, ελληνοτουρκικές σχέσεις, δημοσιονομική επιβάρυνση κλπ) ποντάροντας σε μια «κεντροδεξιά κυβερνητική παρένθεση», ή έστω – μέσω της προσπάθειας καθιέρωσης απλής αναλογικής και στις βουλευτικές εκλογές - σε μια μακρά περίοδο αστάθειας και ακυβερνησίας που πιστεύουν ότι θα τους διασώσει πολιτικά.

Στην ίδια «γραμμή» με τη δήλωση ενός «αγαπημένου παιδιού» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ : «Ή εμείς ή κανείς»…

* Ο Νεκτάριος Φαρμάκης είναι Δικηγόρος, Περιφερειακός Σύμβουλος Δυτικής Ελλάδας