Με αφορμή την πρόσφατη τουρκική προκλητικότητα, που τη φορά αυτή πυροδοτήθηκε από τις πιθανότητες σημαντικών ενεργειακών αποθεμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα στην περιοχή της ελληνικής και της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, έχει ασφαλώς ενδιαφέρον η προσπάθεια ανατομίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαχρονικά. Αυτήν την ιστορική, πολιτική και διπλωματική ανατομία θα επιχειρήσουν σε μια σειρά δημοσιευμάτων τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» , σε μια προσπάθεια ενημέρωσης του αναγνωστικού τους κοινού, ώστε να γνωρίζει βασικές παραμέτρους των σχέσεων αυτών, αλλά και πού και αν μπορεί η κλιμακούμενη κατά καιρούς ένταση εξαιτίας των Τούρκων να οδηγήσει σε κάτι απευκταίο και από τους δύο λαούς. Το βασικό ερώτημα που κυριαρχεί, ειδικότερα από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης μέχρι σήμερα, είναι αν υπάρχουν άραγε οι δυνατότητες για μια ειρηνική, επιτέλους, συμβίωση με τους Τούρκους, αφού και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν πόσο ασύμφορη (για διαφορετικούς βεβαίως λόγους για την καθεμία) είναι η ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών. Μπορεί άραγε να ξεπεραστεί η έκφραση του Κωνσταντίνου Καραμανλή «Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε με γείτονα την Τουρκία»;

Το ενδιαφέρον έγκειται στο πώς προσεγγίζει αυτό το ερώτημα ένας πολύπειρος διπλωμάτης και βαθύς γνώστης των τουρκικών πραγμάτων, ο πρέσβης ε.τ. Βύρωνας Θεοδωρόπουλος. Αυτό το ερώτημα -είχε διερωτηθεί ο συγκεκριμένος διπλωμάτης προ ετών- είναι μοιρολατρία ή ρεαλισμός; Είναι η παθητική αποδοχή ενός γεωγραφικού και ιστορικού δεδομένου, που δεν πρόκειται να μεταβληθεί στο προβλεπτό μέλλον; «Η λέξη “καταδικασμένοι”», επεσήμαινε ο κ. Θεοδωρόπουλος, «δίνει έναν τόνο αδρανούς εγκαρτέρησης, που δεν αρμόζει σε έναν λαό (σ.σ.: δηλαδή σε εμάς) που θέλει να συνεχίσει δυναμικά τον δρόμο του. Εργο μας δεν μπορεί να είναι άλλο από τη συνεχή και ενεργό αναζήτηση μιας πολιτικής που θα μας επιτρέψει, χωρίς φόβους και χωρίς κινδύνους, όχι μόνο την άνετη καθημερινή επικοινωνία, αλλά και τη μακροπρόθεσμη συμβίωση με τον Τούρκο -όπως άλλωστε και με κάθε άλλο- γείτονα».

Η ΠΙΕΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ιστορικές μνήμες που κουβαλάει κάθε λαός διαμορφώνουν πολλές φορές και την κρατική πολιτική απέναντι σε συγκεκριμένες χώρες. Λόγου χάριν, δεν μπορεί να εξαλειφθεί από την ελληνική μνήμη (αφού μάλιστα η μνήμη αυτή, που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τροφοδοτείται εξ απαλών ονύχων από τα σχολικά βιβλία) ότι ο Τούρκος είναι ο Ασιάτης επιδρομέας, που πρώτα διέλυσε τη βυζαντινή αυτοκρατορία και στη συνέχεια κράτησε υπόδουλο τον Ελληνισμό. Στην τουρκική μνήμη, αντιστοίχως, οι Ελληνες είναι αυτοί που φύτεψαν τον σπόρο για τη μετέπειτα διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας και που, χρόνια αργότερα, το ‘22, απείλησαν ακόμη και την πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι για τους Τούρκους, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο κ. Θεοδωρόπουλος στο βιβλίο του «Οι Τούρκοι κι εμείς», η Ελληνική Επανάσταση είναι η απαρχή της γενικής επέμβασης στην οθωμανική αυτοκρατορία. Μιας επέμβασης που έφτασε να απειλήσει την ίδια την εθνική υπόσταση της Τουρκίας στη Συνθήκη των Σεβρών.