Το περιστατικό μού το διηγήθηκε συνάδελφος, που ήταν μάρτυς του συμβάντος μέσα σε λεωφορείο του Πειραιά. Ανεβαίνει ένας αλλοδαπός, σκούρου χρώματος.

Να τον πω έγχρωμο; Να τον πω, αλλά δεν ήταν και ερυθρόδερμος! Κάθεται του καλού καιρού σε άδεια θέση και, αδιαφορώντας για τους άλλους επιβάτες αλλά και για το γεγονός ότι λέρωνε το κάθισμα, όπου, κάποια στιγμή, θα καθόταν κάποιος άλλος, βάζει τα πόδια του οκλαδόν πάνω στο κάθισμα. Λερά πόδια και σαντάλια. Κατά καιρούς έξυνε και τα δάκτυλα. Που κάποιοι μύκητες ενδεχομένως να τον ενοχλούσαν. Τον βλέπουν οι επιβάτες και δεν λένε τίποτε. Σιωπούν αιδημόνως και στρέφουν το βλέμμα για να μην τον ενοχλούν κιόλας. Δεν αντιδρούν όταν αυτός, με στεντόρεια φωνή, αρχίζει να μιλάει στη γλώσσα του, στο κινητό του. Στα αραβικά. Κανείς άλλος δεν ακούγεται παρά η αγριοφωνάρα του απολίτιστου που ήλθε στη χώρα μας για ένα καλύτερο αύριο, αλλά που δεν σέβεται τη χώρα που τον φιλοξενεί. Και τους πολίτες της.

Η πρώτη παρατήρηση είναι η προβατοειδής σιωπή των επιβατών απέναντι στον άξεστο συνεπιβάτη τους. Τον άξεστο ξένο. Γιατί αυτή η σιωπή, όταν σε παλαιότερες εποχές θα είχε εκδηλωθεί κάποια αντίδραση εν είδει παρατήρησης, αν δεν τον είχαν κατεβάσει τσουβαλιαστό από το λεωφορείο; Ο φόβος. Ο φόβος μην τυχόν επέβαινε στο λεωφορείο κανένας δικαιωματιστής και τους φώναζε ότι είναι ρατσιστές και διάφορα άλλα τέτοια των κατ’ επίφασιν προοδευτικών. Ήταν μία σκηνή-ύβρις για τη φιλόξενη χώρα μας. Αλλά, σιωπή. Πόσο έχουμε αλλάξει! Και πώς να μην έχουμε αλλάξει όταν σε τοίχους βλέπεις γραμμένο «τι ωραία, να βλέπεις να καίγετ’ η σημαία»! Κάποιες μειοψηφίες, όμως, άκρως δυναμικές, διδάσκουν εδώ και καιρό τη δική τους οπτική στην πατριδογνωσία.

Ας αφήσουμε όμως εμάς, τους πολίτες, τους ευνουχισμένους πολίτες. Ακόμη όμως και σήμερα που είναι κλειστά τα σύνορα για κάθε λαθραίο, εντούτοις και για τους νομίμους δεν υπάρχουν οι κανόνες, οι κοινωνικοί και πολιτιστικοί, που έχουν ισχύ σε άλλες δυτικές χώρες. Και καλά… να μην τον υποχρεώσεις να μάθει τη γλώσσα σου, όπως έχει επιβάλει, λόγου χάρη, η Αυστραλία σε όλους όσοι θέλουν να μείνουν εκεί. Σε τελευταία ανάλυση, θα τη μάθει κουτσά στραβά, για να μπορεί να συνεννοείται. Γιατί όμως πρέπει να υπάρχει ανοχή στη δική του πολιτιστική «παράδοση» που εκδηλώνεται δημόσια -σπίτι του ας κάνει ό,τι θέλει- και όχι υποχρεωτική προσαρμογή του ή έστω ανοχή του στις παραδόσεις της χώρας που τον φιλοξενεί;

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή