Δικαίως αγανάκτησαν οι θαμώνες στη μυκονιάτικη ταβέρνα. Παρήγγειλαν, λέει, δύο κοκτέιλ και μία μερίδα καλαμαράκια, τα οποία, κατά τις ομολογίες τους τουλάχιστον, ήσαν εφάμιλλα από πλευράς ελαστικότητας με λάστιχα για 4Χ4, ενώ πλήρωσαν και 520 ευρώ.

Λίγο πιο κάτω από προκαταβολή σε μάντρα αυτοκινήτων για μεταχειρισμένο. Υποθέτω ότι τα καλαμαράκια δεν θα ήταν και αυτά δεύτερο χέρι... Δεν μπορώ να καταλάβω το επιχειρηματικό δαιμόνιο κάποιων εστιατόρων. Εκτός κι αν είναι της τακτικής της απόχης. Δηλαδή, να «γδύσουν» τον επισκέπτη τους άπαξ, διότι μετά αυτός δεν θα περνάει ούτε απ’ έξω, μην τυχόν και στο όριο της υφαλοκρηπίδας της ταβέρνας θα πρέπει να καταβάλει διόδια. Απλώς μένω με την απορία. Καλά, αυτός που πιάστηκε κορόιδο, δεν θα το πει σε κάποιον άλλο και από στόμα σε στόμα θα πληθύνουν οι ξύπνιοι και θα μειώνονται τα κορόιδα του ταβερνιάρη; Και, τελικά, με άλλο τρόπο θα συμβεί ό,τι συνέβη και με τις ξαπλώστρες;

Υπάρχει, βεβαίως, και άλλη μέθοδος αλίευσης κορόιδων. Πολύ φοβάμαι ότι πιάστηκα κι εγώ με την παρέα μου, σε μεγάλο κυκλαδίτικο νησί -που δεν θα αποκαλύψω ποιο είναι- και σε εστιατόριο πολυτελείας, υποτίθεται - που και αυτό δεν θα αποκαλύψω. Εδώ έχουμε τη μέθοδο της λεγόμενης μοριακής κουζίνας -καμία σχέση έχουσα με την τόνωση του ανδρικού μορίου- που «τοπαίζει» και ολίγον γκουρμέ. Μπορεί να μην πληρώνεις 250άρι το άτομο αλλά κάπου εκεί κοντά - και φαντασιώνεσαι ότι τρως, διότι κατά την αντίληψη του chef είναι της μόδας να μένεις νηστικός. Επομένως, η αξία του μενού είναι ευθέως ανάλογη με το πόσο άδειο είναι το πιάτο. Διότι ο υποφαινόμενος παραγγέλλοντας ραβιόλια, για να χορτάσει από τα ανύπαρκτα πρώτα πιάτα, είδε με τρόμο να προσγειώνεται μπροστά του ένα τεράστιο μεν πιάτο, όπου μέσα έκειντο -κυριολεκτικά- έξι στρογγυλά μακαρόνια σε μέγεθος κομβίου ναυτικού επενδύτη. Να μην περιγράψω τα ορεκτικά, διότι, και την αρίστη των οράσεων να διαθέτεις, χρειαζόσουν μικροσκόπιο για να διακρίνεις τους κόκκους τομάτας της σαλάτας που παρήγγειλες. Μετά, μάλιστα, από κάθε σερβίρισμα, άψογα μαυροφορεμένες σερβιτόρες, μας εύχονταν «απολαύστε το». Στην αρχή νόμιζα ότι μας ειρωνεύονταν, αλλά οι κοπέλες το εννοούσαν.

Τελικώς, απολαύσαμε τον λογαριασμό. Διότι, συνολικά, δηλαδή όλοι μαζί, πληρώσαμε όχι απλώς προκαταβολή μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, αλλά και δυο τρεις δόσεις μαζεμένες - όμως φύγαμε ευχαριστημένοι. Διότι μας δόθηκε η ευκαιρία να πάμε σε μία πιτσαρία και να πλακώσουμε τις μακαρονάδες, να λαδώσουμε το αντεράκι μας, που απλώς το είχαμε ξεπλύνει με μία γκουρμέ αηδία… 

Δημοσιεύτηκε στο Secret των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 22/8