Η Ελλάδα μας είναι γνωστή μεταξύ άλλων και για το άβατό της.

Το άβατο του Αγίου Όρους, που λέγεται και Περιβόλι της Παναγιάς και που παρά το γεγονός ότι είναι αφιερωμένο σε θηλυκή ιερότητα εντούτοις, προς απογοήτευση και μαρασμό του απανταχού της Γης θρησκευόμενου γυναικείου πληθυσμού, γυναικείο πόδι δεν μπορεί να πατήσει εκεί. Μήτε θηλυκά ζώα, υποτίθεται. Η Ελλάδα όμως έχει και ένα άλλο άβατο. Είναι οι περιοχές όπου κατοικεί νομίμως, ή έχει καταλάβει παρανόμως μία φυλή, γνωστή τα τελευταία χρόνια ως Ρομά, αν και καμία σχέση δεν έχει με τους εκ Ρουμανίας προερχόμενους αθίγγανους. Μας ομφαλόκοψε η πολιτικά ορθή προσέγγιση, παρά το γεγονός ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης, Μανώλης Αγγελόπουλος, συνήθιζε να λέει, «τι Ρομά και αηδίες, Τσιγγάνος είμαι».

Βεβαίως όταν εννοούμε άβατο στις περιοχές των Ρομά και γυναίκες μπορούν να πάνε και όποιος άλλος θέλει. Με δική του ευθύνη, βεβαίως. Άβατο είναι για την πολιτεία και τα όργανά της. Του τύπου: Πού να μπλέκεις τώρα εκεί μέσα, που τραβάνε και κανένα πιστόλι… Βεβαίως Ρομά δικαιούται να αποκαλείται κάθε νόμιμος πολίτης προερχόμενος από τη φυλή αυτή, οικογενειάρχης κ.λπ. Τα εγκληματικά στοιχεία όμως που κρύβονται εκεί μέσα γιατί δεν πρέπει να αποκαλούνται αθίγγανοι ή και γύφτοι, ανάλογα με τις... γυφτιές που διαπράττουν; Διαβάσαμε ότι στον Ασπρόπυργο έχουν βάλει πάνω από 400 φωτιές για να κάψουν καλώδια και λάστιχα και να πάρουν τον χαλκό και να τον πουλήσουν. Και διερωτώμαι αν πρέπει να εξακολουθήσουμε να αποκαλούμε Ρομά αυτούς που λεηλατούν κατ’ εξακολούθηση τη ΔΕΗ και τον ΟΣΕ, για να παίρνουν υλικό που τους εφοδιάζει με χαλκό.

Η απλή λογική λέει πως μία αναίμακτη αντιμετώπιση της παρανομίας αυτής είναι να βρει η πολιτεία τις νόμιμες και παράνομες εταιρείες σκραπ, που αγοράζουν τον χαλκό που τους διατίθεται - και που, σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, είναι κλεπταποδόχοι. Και από εκεί θα καταλήξουν και σε αυτούς που έχουν κάνει επάγγελμα την κλοπή υλικού για να βγάζουν τον χαλκό. Είναι μία λύση που παρακάμπτει το άβατο, που κι αυτό συνιστά μία από τις πολλές πρωτοτυπίες της χώρας μας. Από κάπου, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ξεκινήσει η αντιμετώπιση της παραβατικότητας σε αυτή εδώ τη χώρα. Διότι το ακαταδίωκτο ή οι χαϊδευτικές ποινές -που είδαμε να ισχύουν μέχρι πρότινος και για τους εμπρησμούς- αποθρασύνουν.

Αποθρασύνουν αυτά τα μέλη της κοινωνίας μας που συνειδητά έχουν αποφασίσει να αποτελούν το άχθος της, ακόμη κι όταν τους προσφέρονται ευκαιρίες για μια διαβίωση μέσα σε πλαίσιο νομιμότητας.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 4/9