Η σχέση µας µε την Αµερική θα πρέπει να είναι µάλλον καρµική, όπως και µε καθετί που µας έρχεται από εκεί. Βεβαίως, χρόνια τώρα αφοµοιώνουµε ό,τι µας έρχεται από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, αλλά συγχρόνως κάνουµε και ναζάκια. Παραδείγµατος χάριν, είναι σαν την ερωµένη, που, ενώ ο ατακτούλης σύζυγος περνά καλά µαζί της, όταν αυτή του ζητάει κάτι παραπάνω, αυτός στραβώνει.

«∆ηλαδή χριστουγεννιάτικα θα τη βγάλω µόνη µου;», ή «Εµάς δεν θα µας αξιώσει ποτέ ο Θεός να πάµε διακοπές µαζί;», είναι µερικές από τις απαιτήσεις που ταλανίζουν τους ατακτούληδες, για τους οποίους πολύ σωστά το είχε πει ο Μάρκος Αυρήλιος, αν δεν κάνω λάθος, ότι η ηδονή που παίρνουν δεν είναι τίποτε µπροστά στην αγωνία που τραβάνε για τις παρασπονδίες τους. Μπορεί να το ’πε και ο Επίκουρος…
Κάπως έτσι είναι και η σχέση µας µε την Αµερική, µολονότι δεν ξέρω µε ποιον ως χώρα είµαστε παντρεµένοι. Εκτός και αν η Αµερικούλα είναι και σύζυγος και ερωµένη. Καλώς τα, εποµένως, τα ναυτάκια τα ζουµπουρλούδικα, που έλεγε και ο Κωνσταντίνου. Χώρια που κάθε ελληνικό σπίτι ή σχεδόν κάθε σπίτι είχε, µετά τον πόλεµο, κι έναν ξενιτεµένο στη γη της επαγγελίας και εποµένως όλοι περίµεναν κάποιο γράµµα µε µερικά δολάρια µέσα είτε από τη θεία από το Σικάγο, που την ενσάρκωνε η αξεπέραστη Γεωργία Βασιλειάδου, είτε από τον θείο από τη Νέα Υόρκη.
Παρ’ όλα αυτά και παρά το γεγονός ότι επί σειράν ετών αντιγράφουµε τα εκεί πρότυπα σε µουσική, ρούχα και συµπεριφορές, αισθανόµαστε ενοχές, που τις διώχνει ένας ψιλοαντιαµερικανισµός. Ενα «Φονιάδες των λαών» και πατσίσαµε. Θυµάµαι συνάδελφο, κοµµουνιστή µέχρι τα µπούνια, που σε κάθε δηµοσιογραφική αποστολή στην Αµερική χανόταν και µετά γύριζε στο αεροπλάνο µε γεµάτες τις βαλίτσες µε ψώνια! Ε, όχι και να µας πουν ότι είµαστε υποτελείς των καουµπόηδων, µολονότι τις καλύτερες αµυντικές συµφωνίες τις προηγούµενες δεκαετίες τις έκαναν αυτοί που φώναζαν πιο δυνατά «Εξω οι βάσεις του θανάτου»... Θα µου πείτε τώρα, πώς µου ήρθε να αρχίσω να γράφω για τα συναισθήµατά µας απέναντι στους Αµερικανούς; Ελα ντε! Συνέβη κάτι; Τι να σας πω… Ούτε εγώ ξέρω. Το µόνο για το οποίο µπορώ να σας διαβεβαιώσω είναι ότι ούτε και σήµερα έχει εκλείψει από πολλά σπίτια, γνωστά και άγνωστα, αυτή η παλιά ελπίδα των δεκαετιών του ’50 και του ’60 για τη θεία από το Σικάγο, τον θείο από τη Νέα Υόρκη και τα δώρα που έφερναν σε κάποιες φουκαριάρες οικογένειες.
Μ’ αρέσει τελικά η Αµερική. ∆ιότι, όσο κι αν την «απατάµε» ή ξινίζουµε όταν µιλάµε γι’ αυτήν, εκείνη όλο και κάτι µας στέλνει. Αµφιβάλλετε;

Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή