Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να θέλει κανείς να δουλέψει για να ζήσει και να μην έχει δουλειά. Και ακόμη χειρότερο είναι να εκμεταλλεύεσαι, για λόγους κομματικούς, την αγωνία του άλλου για δουλειά.

Γιατί το επισημαίνουμε αυτό; Διότι αντιλαμβανόμαστε την αγωνία κάθε φορά τής εν λόγω «νέας τάξης» του Δημοσίου, αν θα τους ανανεωθεί ή όχι η σύμβαση, κάτι που συμβαίνει μεν περιοδικώς, αλλά και τακτοποιείται πάντα το πρόβλημα και αποκαθίσταται η εν λόγω «επαγγελματική τάξη», προεκλογικώς.
Είναι λογικό, ειδικώς μάλιστα την περίοδο αυτή της παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, να συμμερίζεται κανείς την αγωνία αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι ως ελληνική εφεύρεση πληθαίνουν κάθε φορά, αφού αποκατασταθούν οι προηγούμενοι. Οι οποίοι επί χρόνια ζούσαν με την υπόσχεση μιας σταθερής δουλειάς, αλλά εξαπατήθηκαν.
Ομως η κατά καιρούς έξαρση του προβλήματος δεν πρέπει να αλλοιώνει τη μνήμη για την πραγματικότητα και τους υπεύθυνους της δημιουργίας της, με τη βοήθεια και των λαϊκιζόντων ΜΜΕ. Η αλήθεια είναι αλλού:

Πρώτον, η περίπτωση των συμβασιούχων είναι μια εφεύρεση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο επειδή δεν είχε τη δυνατότητα αθρόων προσλήψεων, οι οποίες άλλωστε θα διόγκωναν τους σταθερώς εργαζομένους στο υδροκέφαλο Δημόσιο, «ανεκάλυψε» αυτό το είδος της εργασίας. Μέχρι που οι τεράστιες δανειακές μας ανάγκες μάς επέβαλαν κάποια στιγμή, μέσω των πιστωτών μας, να γίνουμε κανονικό κράτος. Που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι όλα όσα γίνονταν στο Δημόσιο για τα «άγια ψηφαλάκια» θα έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσουν. Κάτι βεβαίως που δεν αρέσει σε όσους βρήκαν, προσωρινό έστω, επαγγελματικό κατάλυμα στο Δημόσιο, με τη βοήθεια των κομμάτων, τα οποία στοίβαζαν, με κάθε είδους νομικό τερτίπι, τον κόσμο στο Δημόσιο και στις επιχειρήσεις του, όχι μόνο ως δυνητική εκλογική πελατεία, αλλά και για την τεχνητή μείωση της ανεργίας.
Δυστυχώς, την προσπάθεια να γίνουμε κανονικό κράτος την ακυρώνει σήμερα η κυβέρνηση της Αριστεράς, που καταφεύγει στα ίδια μέσα που χρησιμοποίησαν οι «εφευρέτες» των συμβασιούχων. Πώς αλλιώς θα γινόταν άλλωστε, αφού αυτοί που ανακάλυψαν την έννοια του συμβασιούχου έχουν στελεχώσει τη σημερινή κυβέρνηση, της οποίας ο επικεφαλής θέλει να υποκαταστήσει το κόμμα των «εφευρετών» αυτών. Δηλαδή το ΠΑΣΟΚ.


Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου την αποκάλυψη της «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ του Τύπου» για προσλήψεις νέων συμβασιούχων, καθώς η υπουργός Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου ζήτησε από τους εποπτευόμενους φορείς του υπουργείου Εργασίας να τελειώσουν με τις εργολαβίες για καθαριότητα και φύλαξη και να πάρουν υπαλλήλους με ατομικές συμβάσεις. Ενώ παράλληλα ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης ενέκρινε 1.339 εποχικούς υπαλλήλους για οκτάμηνη απασχόληση. Σε αυτά να προσθέσουμε και τις αποκαλύψεις της Εκθεσης του ΑΣΕΠ ότι πάνω από 12.000 συμβασιούχοι προσλήφθηκαν το 2016.


Δεύτερον, επί δύο περίπου δεκαετίες οι κυβερνήσεις φρόντιζαν να διατηρούν «σε εγρήγορση» (δηλαδή στην τσίτα) τους συμβασιούχους, μη επιλύοντας την εκκρεμότητα, επειδή έτσι τους είχε σε μια δεξαμενή εν δυνάμει ψηφοφόρων, βάσει της λογικής «αυτοί που με έβαλαν από το παράθυρο στο Δημόσιο έχουν τη δύναμη να με κάνουν και μόνιμο, κάποια στιγμή». Αυτή η στιγμή βεβαίως δεν ήλθε ποτέ, σκοπίμως. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση γυναίκας συμβασιούχου που είχε εξομολογηθεί κάποτε στην «Ελευθεροτυπία» ότι της είχαν πει να εγγραφεί στην κλαδική του ΠΑΣΟΚ, αν ήθελε να μονιμοποιηθεί!

Τρίτον, οι συμβασιούχοι γνωρίζουν καλά ότι άλλο πράγμα η προσδοκία της μονιμότητας και άλλο πράγμα η πρόσληψή τους για συγκεκριμένη δουλειά και για ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ χρόνο. Αργότερα όμως αρχίζουν οι πιέσεις, όχι μόνο από αυτούς που απαιτούν να μονιμοποιηθούν, αλλά και μέσα από τους συνδικαλιστικούς φορείς του Δημοσίου, καθώς αυτοί γνωρίζουν ότι η μεν δική τους θέση δεν πρόκειται να θιγεί από μελλοντικές μονιμοποιήσεις συμβασιούχων, ενώ η αύξηση των θέσεων στις υπηρεσίες θα τους απαλλάξει από πρόσθετη δουλειά!
Αυτή είναι η απλή αλήθεια ενός, περίπλοκου πλέον, προβλήματος.