του Νίκου Σίμου

Καμμία εντύπωση δεν πρέπει να προκαλεί το γεγονός ότι έχει μπει σε καθεστώς επιτήρησης η Ιταλία, ενώ και άλλες χώρες της ευρωζώνης όπως η Γαλλία λ.χ. δέχτηκαν προειδοποιήσεις και απειλούνται με πρόστιμα, για υπέρογκα χρέη, ασθενική ανταγωνιστικότητα και ελλείμματα. Συστάσεις έχουν γίνει και στη Γερμανία, για μία ακόμη φορά, αφού το μεγάλο εμπορικό της πλεόνασμα ουσιαστικώς είναι δηλωτικό των χαμηλών εξαγωγών των άλλων χωρών. Εξ αιτίας της Γερμανίας που δανείζεται φθηνά, έχει καθηλώσει τους μισθούς και εξασφαλίζει ανταγωνιστικότητα.

Γιατί δεν πρέπει η εξέλιξη αυτή να προκαλεί καμμία εντύπωση; Απλώς διότι είχε προβλεφθεί σε ποια βράχια πορεύεται η οικονομία των χωρών της Ευρώπης εξ αιτίας των γεμρναικών εμμονών σε συγκεριμένες πολιτικές δημοσιονομικού... προτεσταντισμού.

Πριν από δύο περίπου χρόνια η εφημερίδα Le Monde, κρούοντας τον κώδωνα κινδύνου για την ευρωπαϊκή οικονομία είχε κατηγορήσει τους ευρωπαίους ηγέτες για ελαφρότητα και ανευθυνότητα για τις πολιτικές που επέλεγαν. Θα υπενθυμίσω ακόμη ότι πριν ξεσπάσει η κρίση ο Γάλλος οικονομολόγος καθηγητής Jean-Pierre Vesperini, είχε θέσει το πρόβλημα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο καταλογίζοντας ευθύνες στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την Νομισματική Πολιτική που ακολουθούσε. Κατά τον Γάλλο οικονομολόγο το κλειδί του προβλήματος το κρατούσε στα χέρια της η ΕΚΤ.

Τι σημαίνει αυτό. Θα έπρεπε, από πολύ ενωρίς να εφαρμόσει «μια πολιτική ανάλογη με αυτήν που εφήρμοσε η Federal Reserve των ΗΠΑ και η Τράπεζα της Αγγλίας (ποσοτική χαλάρωση, assouplissement quantitatif). Η χαλάρωση αυτή θα μεταφερόταν στα ελληνικά επιτόκια και στην συνέχεια στα επιτόκια των άλλων περιφερειακών χωρών (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία). Θα ελάφρυνε έτσι τα δημοσιονομικά βάρη των χωρών αυτών. Μια σημαντική υποτίμηση του Ευρώ θα επέφερε μια σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης σε όλη την ζώνη του Ευρώ,

κάτι που θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα και θα αποτελούσε και ένα επιπλέον μέτρο για την μείωση του δημόσιου χρέους σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες.

Αναμφιβόλως η υποτίμηση του Ευρώ θα οδηγούσε και σε μια αύξηση των τιμών. Η αύξηση όμως αυτή θα ήταν περιορισμένη, δεδομένου του υψηλού ποσοστού ανεργίας».