Πολλαπλώς αποκαλυπτική είναι η  θλιβερή  υπόθεση   Μπαλτάκου. Πέρα από τις πολιτικές  «ερμηνείες»  της και   τις «λεπτομέρειες» του  πανελληνίως  δημοφιλούς  πλέον βίντεοσκοπημένου   μονόπρακτου, η υπόθεση  έρχεται να υπογραμμίσει  ένα  ανοικτό  ζήτημα  παλιό, γνωστό και παραμελημένο : Το ζήτημα της επιλογής των στενών συνεργατών ενός πρωθυπουργού ,που συγκροτούν το επιτελείο του .Πρόκειται  για επιλογές που προσωπικά χρεώνεται ένας πρωθυπουργός  και ων οποίων την ευθύνη έχει  κατά απόλυτο βαθμό. Η συγκεκριμένη ευθύνη είναι τεράστια ,δεδομένου ,ότι κάποιοι άνθρωποι αποκτούν καθημερινή πρόσβαση  στο κέντρο διακυβέρνησης της χώρας και μπορούν να έχουν συμμετοχή στη λήψη σημαντικών αποφάσεων από τον πρωθυπουργό.

Είναι προφανές, το πόσο υψηλή πρέπει να είναι   η ηθική  ποιότητα και η πολιτική σκέψη  αυτών των «έμπιστων» ενός   πρωθυπουργού.

    Η περίπτωση  του κ. Μπαλτάκου αποκαλύπτει το πόσο ακατάλληλος ήταν για τη  θέση που του έδωσε ο πρωθυπουργός,ο οποίος και τον εμπιστεύτηκε επί  μακρόν. Επιπλέον ,ο κ. Αντ. Σαμαράς έχει πρόσθετη ευθύνη σ’ αυτή την ιστορία επειδή γνώριζε  τις πολιτικές απόψεις του στενού συνεργάτη του ,που έτρεφε συμπάθεια για τον ακροδεξιό χώρο στον οποίο περίοπτη θέση κατέχει η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή. Προφανώς ο πρωθυπουργός  ,υποτίμησε τον πολιτικό  κίνδυνο ,επηρεασμένος  από την  αφοσίωση  που του έδειχνε  ο  κ. Μπαλτάκος.

   Τίθεται για άλλη μία φορά το ζήτημα της νομοθέτησης των στοιχείων που συναποτελούν την οργάνωση και  το έμψυχο  υλικό του πρωθυπουργικού γραφείου. Βάσει νόμου να οριστούν οι μόνιμες  θέσεις ,οι έλεγχοι ασφαλείας  και τα προσόντα του επιτελείου ενός πρωθυπουργού. Μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού  πρέπει να είναι οι «έμπιστοι» που θα δικαιούται να φέρνει κατά νόμον  στο γραφείο του κάθε  νέος πρωθυπουργός. Το σχετικό μοντέλο υπάρχει στη Βρεταννία  καθώς και σε άλλες   ευρωπαϊκές χώρες..