"Με αγγλικά κουζίνας δεν μπορείς να κυβερνήσεις"
Ο Ντίμης Κρίτσας στο τραπέζι με το Χρήστο Ζαμπούνη
«Είναι καιρός οι πολιτικοί να πάψουν να ασχολούνται με τον εαυτό τους και να αρχίσουν να ασχολούνται με τα προβλήματα του τόπου και των ανθρώπων», αναφέρει ο γνωστός σχεδιαστής μόδας
Το καινούργιο του βιβλίο με τίτλο «Εγκλήματα στο Μανχάταν» στάθηκε η αφορμή για να συναντηθούμε με τον διάσημο ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού σχεδιαστή μόδας, Ντίμη Κρίτσα. «Δεν είχα ποτέ φιλοδοξίες συγγραφέα. Είχα, όμως, φιλοδοξίες χρονικογράφου. Από πολύ παλιά κρατούσα ημερολόγιο για τα σημαντικά, αλλά και τα ασήμαντα γεγονότα της ζωής μου. Τα Εγκλήματα είναι αληθινές ιστορίες. Αλλαξα μόνο τα ονόματα, γιατί πρόκειται για γνωστά πρόσωπα», απαντά στο σχετικό ερώτημα. Τόπος της συναντήσεώς μας, το δημοφιλές εστιατόριο της περιοχής Χίλτον «Agora Select». «Εχει πολύ ωραίες σούπες. Προσοχή όμως στην παραγγελία, οι μερίδες είναι τεράστιες», μου επισημαίνει ως τακτικός θαμών. Πράγματι, το κινέζικο κοτόπουλο με γλυκόξινη σάλτσα και άγριο ρύζι αποδεικνύεται υπεραρκετό και για τους δύο. Εχουν προηγηθεί δύο εύγεστες σούπες λαχανικών για τους δυο μας και ένα Bloody Mary για εκείνον, συνήθεια που απέκτησε όταν ζούσε στην Αμερική.
Οσοι κάνουν τον κόπο να αναζητήσουν βιογραφικά του στοιχεία στη Wikipedia θα μείνουν έκπληκτοι με τον μακρύ κατάλογο των πελατισσών του. Αναφέρω ενδεικτικώς: Μελίνα Μερκούρη, Ρόμι Σνάιντερ, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Λάνα Τάρνερ, Ελλη Λαμπέτη, Χέντι Λαμάρ, Τζένη Καρέζη, πριγκίπισσα του Κεντ, Μαίρη Χρονοπούλου, Σαρλότ Φορντ-Νιάρχου κ.ά. Η μυθιστορηματική ζωή του, εξάλλου, καταγράφηκε σε δύο βιβλία, το «Ω! Τι ζωή!» και το «VIP stories», τα οποία έκαναν αίσθηση.
Η συζήτησή μας γρήγορα μεταφέρεται στην πολιτική κατάσταση. «Εχω βαρεθεί επί χρόνια να ακούω τα ίδια και τα ίδια και από τις δύο πλευρές. Είναι καιρός οι πολιτικοί να πάψουν να ασχολούνται με τον εαυτό τους και να αρχίσουν να ασχολούνται με τα προβλήματα του τόπου και των ανθρώπων». Του αντιτείνω ότι γίνονται προσπάθειες για να μπουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά, οι οποίες αξίζουν θετικής μνείας. «Πράγματι, προσπαθούν, αλλά έχουν ως θεό τους το θα. Και να γίνει μια αλλαγή, θέλει πάρα πολύ καιρό. Δεν μπορείς να βρεις δουλειά σε 1.500.000 ανέργους από τη μια μέρα στην άλλη. Νομίζω ότι πρέπει να αλλάξει το όλο σύστημα. Δεν φθάνουν τα ημίμετρα».
Για τους Ελληνες πολιτικούς ο συνομιλητής μου δεν έχει καλή γνώμη. «Δεν λένε αυτά που πρέπει να πουν και έχουν μονίμως μια δικαιολογία έτοιμη στην άκρη της γλώσσας. Με ενοχλεί τώρα, στις ευρωεκλογές, που έχουν γεμίσει τα ψηφοδέλτια με αμόρφωτους και ανίδεους, των οποίων μοναδικό προσόν είναι η αναγνωρισιμότητα λόγω ποδοσφαίρου ή ηθοποιίας. Αυτοί θα μας εκπροσωπήσουν στην Ευρώπη; Δεν μπορείς να κυβερνήσεις με αγγλικά κουζίνας. Δυστυχώς, όλοι ψηφίζουν από προσωπικό συμφέρον και όχι για το συμφέρον της χώρας». Το «Ποτάμι» για τον Ντίμη Κρίτσα ήταν μια έκπληξη, γιατί εκφράζει το νέο. «Βρίσκω πολύ έξυπνη την τακτική του. Μας λέει: Αφού δούμε πώς θα πάμε στις εκλογές, τότε θα αποφασίσουμε. Στην αρχή μου κίνησε πολύ έντονα το ενδιαφέρον, μετά όμως έκανα πίσω, διότι δεν γνωρίζω ακριβώς τις θέσεις του». Για τη Χρυσή Αυγή δηλώνει εντυπωσιασμένος, διότι, παρ όλες τις διώξεις, διατηρεί τα ίδια ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. «Τόσο μεγάλο ποσοστό δεν μπορεί να είναι μόνο διαμαρτυρία», υποστηρίζει.
Οσον αφορά στο μέλλον της Ελλάδας, αυτό για τον Ντίμη Κρίτσα είναι το δίχως άλλο ο τουρισμός. «Δεν καταλαβαίνω γιατί τόσα χρόνια δεν κάναμε ενωμένοι κάτι γι αυτό και τώρα έρχονται οι ξένοι και κάνουν τις επενδύσεις. Εάν είχαμε ενεργήσει σωστά από παλιά, τώρα θα ήμασταν Μονακό, Σεν Τροπέ και Ελβετία μαζί. Ομως, δεν το κάναμε και χάθηκε η ευκαιρία». Την ώρα που έρχεται το επιδόρπιο, ένα διαιτητικό σορμπέ λεμονιού, τον ρωτώ την άποψή του για τον ρόλο της Γερμανίας. «Επειδή είμαι παιδί της Κατοχής, ακούω Γερμανό και βγάζω βούρδουλα. Εχω δει τόσο πολλούς συμπατριώτες μας να πεθαίνουν από την πείνα ή να τους εκτελούν μπροστά στα μάτια μου, που δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη για αυτούς. Νομίζω ότι παραμένουν ίδιοι και απαράλλακτοι». Ελαφρύνοντας λίγο το κλίμα, μου υπενθυμίζει τι είχε απαντήσει σε μια τηλεοπτική συνέντευξη στον Φρέντυ Γερμανό, όταν είχε πλέον επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από τριακονταετή καριέρα στην Αμερική. «Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι άφησα τους περισσότερους ξεβράκωτους και τους βρήκα με πολυκατοικίες». Ουδέν σχόλιον.