"Δεν υπάρχουν ούτε ηγέτες ούτε κόσμος για επανάσταση"
Ο Mάνος Ελευθερίου στο τραπέζι με το Χρήστο Ζαμπούνη
Φθάνω στο ραντεβού μας στο εστιατόριο «Αθηναϊκόν» του Νέου Ψυχικού στις 13.55, δηλαδή πέντε λεπτά πριν από την καθορισμένη ώρα, και είναι ήδη εκεί διαβάζοντας δύο σαββατιάτικες εφημερίδες. Το μέρος το έχει διαλέξει ο ίδιος και είναι ένα από τα στέκια του. «Ηλθαμε και φάγαμε χθες με τον Ξαρχάκο. Εχει συμπαθητικό φαγητό», ήταν τα λόγια που μου είπε στο τηλέφωνο όταν κάναμε τις συνεννοήσεις της συνεντεύξεως. «Εδώ και χρόνια τρώω αυτά που τρώνε στα νοσοκομεία, λαπάδες, σούπες, γιαούρτια, βραστά λαχανικά», αποφαίνεται όταν τον ρωτώ τι πιάτα θα διαλέξει από το μενού. Τελικώς καταλήγει σε μια πράσινη σαλάτα με γερμανική σως γιαουρτιού. Ουδείς λόγος για κρασί ή ούζο. «Πίνω ένα ποτηράκι μόνον το βράδυ κι αυτό εάν», σχολιάζει. Για συμπαράσταση παραγγέλνω μια σαλάτα του σεφ, αν και στην κρίσιμη στιγμή κι οι δύο υποκύπτουμε στην ιδέα ενός σνίτσελ Χόφμαν διά δύο.
«Ποια είναι η γνώμη σου για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας;», είναι το πρώτο ερώτημα που του θέτω. «Επανάσταση δεν πρόκειται να γίνει διότι δεν υπάρχουν αυτοί που θα την κάνουν, ούτε οι ηγέτες ούτε ο κόσμος. Εχω φίλους πλούσιους που μου λένε ότι τους έχει γονατίσει η Εφορία. Τι να πούνε κι οι φτωχοί;».
Η συζήτηση αναπόφευκτα έρχεται στον ΕΝΦΙΑ, τον νέο φόρο ακινήτων. «Ναι, τον πληρώνω κι εγώ για ένα σπιτάκι που έχω στη Σύρο». Γεννημένος στην Ερμούπολη το 1936, ο συνομιλητής μου έγινε γνωστός από τη δεκαετία του 60 ως στιχουργός. Στίχους του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης («Το παλληκάρι έχει καημό»), ο Δήμος Μούτσης («Ο Αγιος Φεβρουάριος»), ο Γιάννης Μαρκόπουλος («Θητεία: Μαλαματένια λόγια»), ο Ηλίας Ανδριόπουλος («Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες») κ.ά. Το 2004 έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο καιρός των χρυσανθέμων», το οποίο τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ έχει συγγράψει ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, παιδικά βιβλία και έχει επιμεληθεί πλήθος λευκωμάτων για την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Η βιογραφική παρένθεση είναι απαραίτητη διότι ο Μάνος Ελευθερίου, τουλάχιστον στην αρχή του γεύματος, θα επιδείξει μια εκπληκτική μαεστρία στο να αποφύγει την τοποθέτησή του πάνω στους πολιτικούς και τα κόμματα. Πότε βάζοντας τον δείκτη στη μέση του στόματος όταν του ζητώ τη γνώμη του για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, πότε κουνώντας δεξιά-αριστερά το κεφάλι του όταν έρχεται το θέμα της Χρυσής Αυγής. Μοναδική εξαίρεση θα αποτελέσει το παρακάτω σχόλιο: «Τώρα λέει ο Τσίπρας ότι θα κάνει κάτι μαγικό και δεν θα πληρώσουμε το χρέος. Δηλαδή τι θα κάνει; Θα πάει στη Γερμανία και θα αρχίσει τις χριστοπαναγίες; Και νομίζει πως θα τον φοβηθούν οι Γερμανοί; Ή μήπως νομίζει ότι έτσι χαρίζονται τα 400 δισεκατομμύρια;». Κι ύστερα ο λόγος του θα λυθεί. «Ημουν πάντοτε αριστερός, γιατί αγωνίζομαι για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Φώτης Κουβέλης είναι φίλος μου κι έχω υπογράψει υπέρ της ΔΗΜ.ΑΡ. Φοβάμαι όμως ότι το κόμμα θα έχει την τύχη του ΚΚΕ Εσωτερικού. Στις πρόσφατες εκλογές ψήφισα δύο φίλους μου που έθεσαν υποψηφιότητα για την Ευρωβουλή με το Ποτάμι, τον ηθοποιό Νίκο Ορφανό και την καθηγήτρια του Παντείου Αννα Λυδάκη. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι φαινόμενο. Φαινόμενο είναι οι 500.000 άνθρωποι που την ψήφισαν. Αυτούς πρέπει να βάλουν μέσα. Αλλά υπάρχουν φυλακές να τους χωρέσουν;».
Λόγω περιορισμένου αριθμού λέξεων, κλείνω το κείμενο με τις απόψεις του για το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. «Δεν υπάρχουν εταιρείες δίσκων. Δεν υπάρχουν δισκάδικα. Οσες απόμειναν, όπως οι νταβατζήδες που παίρνουν ποσοστά από τις κυρίες με τις οποίες συνεργάζονται, έτσι κι αυτές ζητούν ποσοστά από τις εμφανίσεις των τραγουδιστών στα νυκτερινά κέντρα και τις εισπράξεις των συναυλιών. Οσο για τις μουσικές τηλεοπτικές εκπομπές ταλέντων, έχουμε να κάνουμε με δυστυχισμένα παιδιά, που πηγαίνουν μήπως μπορέσουν και κάνουν κάτι. Για σκέψου: πόσοι βγήκαν και πόσοι έμειναν; Από τους 500 μένει ένας».
Εχει πάει 4.30 το απόγευμα, και ο Μάνος Ελευθερίου πρέπει να ετοιμαστεί για τη ραδιοφωνική εκπομπή που παρουσιάζει κάθε Σάββατο, στον 9,84, με τίτλο «Τα λόγια της αγάπης». Πριν αποχαιρετισθούμε, μου εγχειρίζει το νέο του βιβλίο, «Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920», με μία θερμή αφιέρωση. Από τη στήλη αυτή τον ευχαριστώ.