του Νίκου Σίμου

Μετά την ψήφο εμπιστοσύνης και, κυρίως τον αριθμό των βουλευτών που εκδήλωσαν την εμπιστοσύνη τους αυτή είναι φυσικό, το καθένα από τα δύο μεγάλα κόμματα να πανηγυρίζει για τους δικούς του λόγους, όπως παλαιότερα συνέβαινε με τις φοιτητικές εκλογές. Η μεν κυβέρνηση –δηλαδή το νεοδημοκρατικό της τμήμα, διότι το ΠΑΣΟΚ είναι αλλού γι’ αλλού- να υποστηρίζει ότι ανανέωσε την «δεδηλωμένη» στην Βουλή –που είναι σωστό- ο δε ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει ότι το αποτέλεσμα έδειξε ότι η συγκυβέρνηση δεν μπορεί να συγκεντρώσει τους 180 βουλευτές που χρειάζονται για την εκλογή του Προέδρου, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι πρόωρες εκλογές. Που επίσης μοιάζει με σωστό, αν βάλει κανείς κάτω τους αριθμούς.

Η πολιτική στρατηγική, στη φάση που βρίσκονται τα πράγματα και, από πολιτικής και από οικονομικής πλευράς, θα επέβαλε ίσως μία διαφορετική προσέγγιση της πραγματικότητας από τον πρωθυπουργό. Θα μπορούσε λ.χ. να αναστρέψει το κλίμα στην κοινωνία –όχι στη Βουλή, όπου έχουν γίνει αυτοσκοπός οι 180- διότι, σε τελευταία ανάλυση, αυτό απαιτείται, αν λάβουμε υπ’ όψιν τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων. Πως θα μπορούσε να γίνει αυτό; Με μία πρόταση στην Βουλή του ίδιου του κ. Σαμαρά για μία συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή των περισσότέρων κομμάτων, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η τελευταία φάση –όπως υποστηρίζεται- των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Τι θα επιτυγχανόταν έτσι;

Πρώτον ο πρωθυπουργός θα προλάμβανε τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος έσπευσε να αποκρούσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προκαταβολικώς, καθώς έβλεπε ότι πλήθαιναν οι φωνές ανεξαρτήτων και μη βουλευτών υπέρ μιας τέτοιας εξέλιξης.

Δεύτερον αν επέμενε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα τον εξέθετε στην κοινή γνώμη καθώς ο μεν Σαμαράς θα εμφανιζόταν ενωτικός και ενδιαφερόμενος πρωτίστως για την έξοδο της χώρας από τα αδιέξοδα, ενώ ο κ. Τσίπρας ότι ενδιαφέρεται μόνο για την καρέκλα. Αυτό θα έκανε πολύ καλή εντύπωση στην κοινή γνώμη και θα μπορούσε να αποτελέσει απαρχή της αντιστροφής του κλίματος αλλά και εδραίωση της πεποίθησης στην κοινωνία ότι καταλληλότερος για πρωθυπουργός είναι ο κ. Σαμαράς.

Τρίτον θα εξασφαλιζόταν η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας διότι έτσι θα άλλαζε το κλίμα και μεταξύ των βουλευτών.

Τέταρτον θα απομακρυνόταν το ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών τις οποίες ούτε ο πρωθυπουργός θέλει, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε οι βουλευτές, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων για ενάμισυ χρόνο ακόμη θα μπορεί να εισπράττει την βουλευτική αποζημίωση.

Πέμπτον η ομαλοποίηση της κατάστασης και η απομάκρυνση του χρόνου των εκλογών θα απομάκρυνε το σημερινό αίσθημα μη πολιτικής σταθερότητας, ενώ θα υπήρχε χρόνος να μεταβληθεί σταδιακά το κλίμα για την ΝΔ και τον Αντώνη Σαμαρά, δεδομένου ότι θα ήταν δυνατόν στο μεταξύ να επιτευχθούν ευνοοϊκότεροι όροι στις σχέσεις με τους δανειστές, με το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος μιας χώρας απέναντί τους. Κι αυτό θα το πιστωνόταν ο Σαμαράς καθώς το κόμμα του αλλά και ο ίδιος θα διαδραμάτιζαν και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία κυβέρνηση εκτάκτου ανάγκης και ευρείας συμμετοχής.

Έκτον, θα εξασφαλιζόταν η επανασυσπείρωση των βουλευτών της ΝΔ, αρκετοί από τους οποίους και, κυρίως, οι ανεξαρτητοποιηθέντες, με τις δυσμενείς συνθήκες συμπεριφοράς απέναντί τους από την κοινωνία, θα προτιμήσουν να επανέλθουν στο επάγγελμά τους για κάποιο διάστημα. Ενώ σε κάποιους άλλους, στις περιφέρειές τους ορισμένοι από τους πολίτες αφήνουν απαράδεκτους υπαινιγμούς, για την περίπτωση που ψηφίσουν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παίρνοντας, καλώς ή κακώς τοις μετρητοίς τις καταγγελίες που είχε κάνει στα «Π» ο Νίκος Κωνσταντόπουλος.

Στοιχειώδη αγαπητέ Γουώτσον, που θα έλεγε και ο Σέρλοκ Χόλμς...