του Νίκου Σίμου

Για άλλη μία φορά είχαμε επίθεση των δικαστικών κατά της κυβέρνησης και ιδιαιτέρως επικριτικά σχόλια. Ιδιαιτέρως καυστική η πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Θάνου-Χριστοφίλου, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου μίλησε ακόμη και για κυβέρνηση απολυταρχικού κράτους.

Αφορμή για τα σχόλια αυτά έχει δώσει η άρνηση της κυβέρνησης να εφαρμόζει δικαστικές αποφάσεις με μνημειώδη την δήλωση του υπουργού Οικονομίας ότι δεν μπορούν οι δικαστές να καθορίζουν την δημοσιονομική πολιτική.

Η δήλωση του υπουργού τύποις μπορεί να είναι σωστή πλην όμως δεν είναι δυνατόν η εφαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής να διαμορφώνεται κατά παράβαση είτε των νόμων είτε του Συντάγματος. ’λλωστε ένας δικαστής κρίνει βάσει των Νόμων και των συνταγματικών διατάξεων που οι ίδιοι οι πολιτικοί τα έχουν θεσπίσει. Αν οι Νόμοι, κυρίως, είναι αποτέλεσμα είτε παραχωρήσεων των πολιτικών σε κοινωνικές ομάδες είτε πρωτοβουλιών για να είναι αρεστές οι κυβερνήσεις που έκαναν τους Νόμους αυτούς στην κοινωνία για να μην έχουν πολιτικό κόστος ή να ψηφοθηρούν, ας πρόσεχαν. Κι ας είχαν μυαλό να προβλέψουν συνέπειες που δεν περιμένουν.

Αυτό αφορά και τη δικαιολογημένη πικρία των δικαστικών λειτουργών για την άρνηση της κυβέρνησης να εφαρμόζει τις αποφάσεις του Μισθοδικείου –που οι πολιτικοί καθιέρωσαν- όσον αφορά τις παράνομες περικοπές των αποδοχών των δικαστικών και την φαλκίδευση του αφορολογήτου των αποδοχών τους.
Οι κυβερνήσεις είτε επειδή ήθελαν να κολακεύσουν τους δικαστικούς είτε επειδή δεν τους ήθελαν απέναντί τους, αν και πολλές φορές έχουν υπονομεύσει την ανεξαρτησία της δικαστικής Εξουσίας, είτε –το ολιγότερο πιθανό- αναγνώριζαν το έργο που παράγουν οι δικαστές στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας, δημιούργησαν ένα μισθολογικό και συνταξιοδοτικό γι’ αυτούς καθεστώς που βασίζεται στη διαμόρφωση των αποδοχών του βουλευτών. Πάνω σ’ αυτούς τους νόμους που διέπουν την μισθολογική εξέλιξη των δικαστικών βασίστηκαν και οι αποφάσεις του Μισθοδικείου.

Δουλεύοντας κάτω από απαράδεκτες συνθήκες οι δικαστικοί και με σοβαρές ελλείψεις στην υποδομή των δικαστηρίων έχουν την ευθύνη παραγωγής ενός κολοσσιαίου έργου που επιδεινώνεται από την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης λόγω συσσώρευσης υποθέσεων, ακριβώς εξ αιτίας των ελλείψεων αυτών. Επιπλέον, όπως τονίστηκε, η κυβέρνηση ακόμη και για λυμένα ζητήματα εξαντλεί όλους τους δικαστικούς βαθμούς (φτάνει μέχρι Συμβούλιο της Επικρατείας και ’ρειο Πάγο), σε σημείο ώστε στα Διοικητικά Δικαστήρια εκκρεμούν σήμερα 368.000 υποθέσεις εκ των οποίων οι 85.520 είναι φορολογικές!!

Ας κρίνουν λοιπόν οι πολίτες που θεωρούν τη Δικαιοσύνη το έσχατο καταφύγιο προστασίας κατά των αυθαιρεσιών του κράτους και των κυβερνήσεων. Από τη μία έχουμε λειτουργούς που σκοτώνονται στη δουλειά, υπό άθλιες όπως αναφέρθηκε συνθήκες για να παίρνουν έναν ανεπαρκή μισθό ο οποίος κιόλας τους περικόπτεται. Και από την άλλη έχουμε τους πολιτικούς που διαφυλάσσουν τα κεκτημένα τους –επειδή έχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι- με τους περισσότερους από αυτούς να είναι είτε ανεπαρκείς είτε με μηδαμινό έργο.

Η ρήση του Πάγκαλου, για όσους διόρισαν στο δημόσιο οι κυβερνήσεις, και ήσαν κοπρίτες ότι παρέμειναν κοπρίτες, ισχύει ή όχι και για ορισμένους –αρκετούς θα έλεγα- πρώην συναδέλφους του, οι οποίοι αναλογικώς και προς τον αριθμό των βουλευτών είναι και περισσότεροι σε ποσοστό από τους δημοσίους υπαλλήλους που υπαινίσσεται;; Ή μήπως υπάρχει σύγκριση μεταξύ του έργου των δικαστικών λειτουργών και του έργου των μελών του κοινοβουλίου που ούτε να νομοθετήσουν σωστά δεν ξέρουν και όταν νομοθετούν παραβιάζουν τους Νόμους όπως καταγγέλθηκε, ώστε η οικονομική τους εξασφάλιση να είναι καλύτερη των δικαστικών λειτουργών;;; Μη τρελλαθούμε κιόλας...