του Νίκου Σίμου

Υπάρχει μία αναντιστοιχία μεταξύ των προσπαθειών που κάνει η ελληνική κυβέρνηση και του αντικρύσματος του τελικού αποτελέσματος των προσπαθειών αυτών στην κοινωνία. Σε τελυταία ανάλυση αυτά τα αποτελέσματα έχουν την πολιτική τους σημασία για κάθε κυβέρνηση, διότι αποτελούν το πρίσμα μέσα από το οποίο η κοινωνία αυτή αξιολογεί μία κυβέρνηση.

Τι σημαίνει αυτό. Διαβάζει η κοινή γνώμη ότι γίνονται προσπάθειες να είναι ηπιότερες οι απαιτήσεις –οι συνεχείς- της τρόϊκας. Διαβάζει ότι το ΔΝΤ τορπιλλίζει τις συμφωνίες που πάει η κυβέρνηση να κάνει με τους Ευρωπαίους για τα προαπαιτούμενα. Δεν αντιλέγει κανείς ότι όλα αυτά μπορεί όντως να συμβαίνουν και οι κυβερνητικές προσπάθειες να είναι μεγάλες. Όμως, το τελικό αποτέλεσμα που ακυρώνει και τα προηγούμενα αλλά και όλα όσα μπορεί, ενδεχομένως, να επιτύχει η κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις -πάλι εις Παρισίους- είναι αυτό που λ.χ. υποστηρίζει η τελευταία Έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για την Ελλάδα. Ότι τελικώς, παρά το «μάτωμα» του ελληνικού λαού η χώρα θα βρεθεί, τελικώς, αντιμέτωπη με παρατετατμένη κοινωνική κρίση.

Και πως να μη συμβεί αυτό όταν η ίδια Έκθεση αναφέρει ότι η ελληνική οικονομία μέσα σε έξη χρόνια έχει συρρικνωθεί κατά 25% και έχει χαθεί μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας. Και έπεται βεβαίως συνέχεια... Διότι αν, όπως λέει η Έκθεση, ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης είναι 2%, θα απαιτηθούν 13 χρόνια για την επάνοδο της ελληνικής οικονομία στα επίπεδα που ήταν πριν από την κρίση. Ενώ με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της απασχόλησης το 1,3% με βάση τα σημερινά ποσοστά ανεργίας, η αγορά εργασίας θα επανέλθει στα επίπεδα του 2008 το...2034!

Κι ως να μην έφθαναν αυτές οι δυσοίωνες προπτικές έχουμε και την πρόσφατη Έκθεση του Γραφείου της Βουλής που παρακολουθεί τον κρατικό Προϋπολογισμό. Η Έκθεση υπολογίζει σε 6.300.00 τους Έλληνες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας ή απειλούνται από αυτήν. Σημειώνει δε ότι η παρατεταμένη οικονομική κρίση έχει οδηγήσει στην τέταρτη από το τέλος θέση μεταξυ 35 χωρών με βάση τους δείκτες ευημερίας και ποιότητας ζωής. Είμαστε πιο κάτω και από την Τουρκία.

Αυτά όλα τα στοιχεία αφορούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος. Η θέση του οποίου σήμερα, από πλευράς ποιότητας ζωής, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν στην αξιολόγηση του πως θα ψηφίσει αυτό το εκλογικό σώμα. Το οποίο, σκέπτεται ότι δεν πρόκειται να χάσει τίποτε παραπάνω ό, τι και αν ψηφίσει.

Αυτή η οπτική είναι χρήσιμη στην κυβέρνηση. Διότι σ΄αυτήν βρίσκεται και η ουσία της εκλογικής αντίδρασης των ψηφοφόρων και όχι βεβαίως στο αν θα βρεθούν οι 180 ή όχι. Πέραν της λαϊκής αντίδρασης μπροστά στην κάλπη, τα στοιχεία που παρατέθηκαν πιο πάνω οδηγούν την κοινωνία και σε ένα άλλο συμπέρασμα. Ότι όλα τα μέτρα πόυ έχουν επιβληθεί μέχρι σήμερα έφεραν το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Επομένως δεν έχει σημασία, για την κοινωνία, αν θα έλθει η τρόϊκα για διαπραγμάτευση ή θα πάμε εμείς. Δεν έχει σημασία αν θα γίνουν αποδεκτές κάποιες προτάσεις μας ώστε η συνέχεια να είναι τεχνητώς λιγότερο επώδυνη. Η ουσία έγκειται στο αν θα σταματήσει πλήρως η υιοθέτηση των μέτρων που έφτασαν τους Έλληνες που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, σε πάνω από 6 εκατομμύρια. Ενώ ασφαλώς δεν καθησυχάζει τους σημερινούς ανέργους η προοπτική να έχουν πλήρη απασχόληση το ...2034!