Συναντηθήκαμε με αφορμή την έκδοση του νέου βιβλίου του, «Περί της βασιλείας στη νεώτερη Ελλάδα», μιας μελέτης που απογοήτευσε ίσως τους ακραιφνείς βασιλόφρονες, ικανοποίησε όμως ένα άλλο κοινό, που βλέπει τα πράγματα από κάποια απόσταση. «Προσπάθησα να λύσω ορισμένους κόμπους που δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια και δημιούργησαν ορισμένους μύθους για τον θεσμό», τονίζει. Τον ρωτώ για το εάν και κατά πόσον ήταν ξενόφερτη η βασιλεία στην Ελλάδα. «Μόνον ως προς το πρόσωπο, όχι ως προς τον θεσμό», απαντά. Και συνεχίζει: «Σου υπενθυμίζω το δημοψήφισμα του 1862, οπότε η αβασίλευτη δημοκρατία πήρε 93 ψήφους, ο Ελληνας υποψήφιος για βασιλεύς, πρίγκιπας Υψηλάντης, μόλις 6 και ο Αλφρέδος της Αγγλίας έλαβε περίπου 230 χιλιάδες ψήφους. Υστερα από πέντε εμφύλιες συρράξεις και την αποτυχία του Καποδίστρια, έπρεπε να έλθει κάποιος με θέσει υπεροχή και φύσει ετερότητα κι αυτός ήταν ο Οθων. Με το που έφθασε, σταμάτησε αυτομάτως ο κύκλος του εμφύλιου σπαραγμού».

Η δεύτερη ερώτηση είναι σχετική με τον εθνικό διχασμό. «Εχουμε μια τάση εμείς οι Ελληνες να αντιμετωπίζουμε την Ιστορία ως οπαδοί, χωρίζοντας τους πρωταγωνιστές σε καλούς και κακούς. Στην αρχή του πολέμου συμφωνούν και οι δύο. Μέχρι και το ’15, η πολιτική του Κωνσταντίνου είναι χρήσιμη για την Ελλάδα. Στη συνέχεια η στάση της Αντάντ έχει ως αποτέλεσμα να μετατρέψει τον Κωνσταντίνο σε λαϊκό ήρωα, τη στιγμή που η πολιτική του καταρρέει. Ετσι, ο Βενιζέλος, του οποίου η πολιτική ήταν χρήσιμη τότε, ανέρχεται στην εξουσία μισούμενος από την πλειονότητα των Ελλήνων. Αυτή είναι η τραγωδία του εθνικού διχασμού. Ο Ελληνας γενικώς δεν τα πάει καλά με τους απρόσωπους θεσμούς. Θέλει αρχηγό, γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της νεώτερης Ιστορίας ζήσαμε δικτατορίες, και μάλιστα πρόσφατα, μετά την κατάργηση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας, βιώσαμε την πρωθυπουργική δικτατορία. Η βασιλεία ήταν πάντα ένας φραγμός ανάμεσα στην τυραννία και το χάος, στο οποίο ρέπει ο Ελληνας, λόγω της προτίμησής του προς τα πρόσωπα έναντι των θεσμών. Η ισχυρή, πλην δύσκολη, κατά τη γνώμη μου, σχέση των Ελλήνων με τη βασιλεία διερράγη κυρίως από τη χούντα και μετά, από ένα σύστημα που στηρίχθηκε στην παραπληροφόρηση, τη συκοφαντία και την αποσιώπηση».

Η συζήτηση μεταφέρεται στην τρέχουσα οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. «Ενα μέρος της κρίσης προκλήθηκε λόγω της απουσίας αρχηγού μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου. Σε μια χώρα όπου δεν λειτουργούν οι θεσμοί, η έλλειψη ισχυρού ηγέτη ήταν καταστροφική». Θέτω το ερώτημα αν ο Αλέξης Τσίπρας έχει τα χαρακτηριστικά του αρχηγού. «Δεν γνωρίζω ακόμη εάν αυτός οδηγεί τα πράγματα ή τα πράγματα τον οδηγούν. Στην αρχή, την πρώτη τουλάχιστον εβδομάδα, τον είδα με συμπάθεια. Τρεις μήνες μετά νομίζω ότι είναι ανεπαρκής (και ως εκ τούτου επικίνδυνος) κι αυτό το λέω χωρίς να τρέφω καμία νοσταλγία για τους προηγούμενους. Το ζήτημα είναι εάν θα υπερισχύσει η τάση που θέλει τη ρήξη και έχω την αίσθηση ότι ο Τσίπρας δεν ελέγχει την παρέα του. Ο φόβος μου επίσης είναι μήπως η ανεπάρκεια οδηγήσει σε στροφή προς αυταρχικό καθεστώς, αριστερό ασφαλώς».

Αναφορικά με τον ρόλο της Γερμανίας, ο συνομιλητής μού υπενθυμίζει ότι, όπως λέει ο Θουκυδίδης, «σε κάθε συνεργασία πρέπει να υπάρχει ισοτιμία. Η εκ των πραγμάτων ηγεμονία της Γερμανίας σπάει τη συνοχή της Ευρώπης. Δεν μπορεί να κάνει μάθημα αυτός που δεν δικαιούται να κάνει μάθημα, εξαιτίας του πρόσφατου παρελθόντος, δηλαδή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αλλά κι εμείς έχουμε κάνει λάθη, ων ουκ έστιν αριθμός». Ο Κώστας Σταματόπουλος υποστηρίζει ότι βρισκόμαστε στα μισά του δρόμου προς τη δραχμή, «παρ’ ότι δεν το θέλει η Αμερική, για γεωπολιτικούς λόγους, ούτε η Κίνα, για οικονομικούς λόγους, και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες που φοβούνται ότι θα είναι οι επόμενες που κινδυνεύουν με έξοδο».

Την ώρα του καφέ συζητούμε για τη δραστηριότητα της Ελληνικής Εταιρείας και συγκεκριμένα για την προσπάθεια διασώσεως του Κτήματος Τατοΐου. «Εντάξαμε το Τατόι στα 7+1 υπό απειλή μνημεία ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος της Europa Nostra. Επίσης, συντάξαμε μια πλήρη οικονομοτεχνική μελέτη επαναλειτουργίας, η οποία παραμένει στα συρτάρια των υπουργείων από τον Απρίλιο του 2014, αλλά και στο πρωθυπουργικό γραφείο, αφού την στείλαμε προσωπικώς στον Αντώνη Σαμαρά». Πριν πούμε «αντίο» στο πεζοδρόμιο της Λουκιανού, με αποχαιρετά με μια αγγλοσαξονικού τύπου φράση: «Δεν έχουμε κανέναν λόγο να μην είμαστε απαισιόδοξοι».