Η ιστορία ξεκινά το 1951. Όταν ένα ζευγάρι από το Σάο Πάολο της Βραζιλίας, αποφάσισε να κάνει διακοπές στην Κωνσταντινούπολη.  Οι δύο τουρίστες, είχαν ιδιαίτερη αδυναμία στα έργα τέχνης. Το ενδιαφέρον τους προσέλκυαν αντικείμενα που σχετίζονταν με την κουλτούρα του κάθε τόπου που επισκέπτονταν σε κάθε τους ταξίδι. 

Οι βόλτες στα παζάρια και τις αντικερί, ήταν πάντα, μέσα στο πρόγραμμά τους. Ετσι, τον Ιούλιο του ’51, όταν βρέθηκαν απ’ έξω από την Γκαλερί Εσκι Ινσταμπουλ, μπήκαν μέσα, και άρχισαν να περιεργάζονται έργα και αντικείμενα, διαθέσιμα προς πώληση. Τότε είδαν μια εικόνα. Εκείνοι νόμισαν πως είναι αναμνηστικό. Τους άρεσε, ρώτησαν να μάθουν πόσο κόστιζε και την αγόρασαν. Είχαν πληρώσει 32 δολάρια, μένοντας κιόλας με την εντύπωση μάλιστα, πως είχαν αποκτήσει ένα πολύ όμορφο… αλλά αρκετά ακριβό αναμνηστικό! 

Θεώρησαν καλύτερο μάλιστα, να κορνιζάρουν το απόκτημά τους χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα για το θησαυρό που είχαν βρει. Το… σουβενίρ τους πέρασε κανονικά των έλεγχο ασφαλείας επιβατών και αποσκευών και ταξίδεψε μαζί τους, πίσω στην πατρίδα τους, τη Βραζιλία. 

Από εκείνο το καλοκαίρι, πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που έφτασε η στιγμή που κάποιος αναγνώρισε την αξία αυτού του «σουβενίρ από την Πόλη». 

Το διάστημα 2005-2006 ανατέθηκε σε έναν επαγγελματία διακοσμητή από την Αργεντινή να επισκεφθεί το σπίτι του ζευγαριού στο Σάο Πάολο. Οι δύο Βραζιλιάνοι είχαν φύγει από τη ζωή, και οι κληρονόμοι τους ήθελαν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους, ανάμεσα στα οποία και το εν λόγω απόκτημα . Ο Αργεντινός διακοσμητής όμως τύχαινε να ασχολείται με τη Θεολογία, και συνεπώς να ξέρει να αναγνωρίζει τη Βυζαντινή Τέχνη. Και έτσι έγινε. Όταν είδε το συγκεκριμένο, υποτιθέμενο αναμνηστικό, κατάλαβε αμέσως πως κάθε άλλο παρά… ενθύμιο ήταν. Απεναντίας, ήταν μία πολύ σημαντική βυζαντινή εικόνα. 

Χωρίς να χάσει χρόνο, προσπάθησε να ειδοποιήσει ειδικούς, ανάμεσα στους οποίους και τη Μαρία Παφίτη, που διεύθυνε το Τμήμα των Εικόνων στον οίκο Christie’s του Λονδίνου. 
«Κάποιοι πελάτες μου στο Σάο Πάολο έχουν αυτό το έργο χωρίς όμως να έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι είναι», της είπε. «Κοιτάξτε, είμαι σίγουρος πως πρόκειται για εικόνα. Αν την αγοράσω από εκείνους θα μπορέσετε να αναλάβετε την πώλησή της;», την ρώτησε. 
Εκείνη δέχτηκε να τον συναντήσει και να δει από κοντά την περίφημη εικόνα την περιέγραφε ο διακοσμητής. 

Όταν το στέλεχος των Christie’s είδε επιτέλους από κοντά την εικόνα, έμεινε άφωνο, καθώς ήταν μία από τις πιο έντονες εκπλήξεις που είχε ζήσει στην καριέρα της. Φυσικά, και ήταν τέτοια η εικόνα που θα μπορούσε να πουληθεί μέσω του οίκου. 

Πώς έφτασε στο City
Ακολούθησαν αρκετά ραντεβού, συζητήσεις, προτάσεις και αντιπροτάσεις. Οι μήνες περνούσαν και η επικοινωνία με τον Αργεντινό διακοσμητή άρχισε να γίνεται όλο και πιο αραιή, ώσπου χάθηκε τελείως. Χωρίς να έχει ευδοκιμήσει κάποια συνεργασία με του Christie’s. 

Μια μέρα, μελετώντας τη δευτερογενή αγορά εικόνων στις ΗΠΑ, η Μαρία Παφίτη εντόπισε τη συγκεκριμένη εικόνα.  Επρόκειτο να βγει προς πώληση σε δημοπρασία των Christie’s, αλλά στην κατηγορία των Old Masters. 

Αυτό συνέβη, διότι, θα συμπεριλαμβανόταν προς πώληση μαζί με άλλα αντικείμενα και πίνακες της οικογένειας από το Σάο Πάολο, ως μία ενότητα δηλαδή, παρόλο που θεωρητικά ήταν μία λανθασμένη τακτική.


Αλαλούμ με την εκτίμηση  - τσακωμοί στους Christie’s

Το τμήμα της κατηγορίας Old Masters έδωσε εκτίμηση για την εικόνα γύρω στα 9.000 ευρώ, γεγονός που όπως φάνηκε από τα όσα επακολούθησαν ήταν άκρως ακατάλληλη, και δεν συμβάδιζε διόλου με την ποιότητα και την ιστορικότητα της εικόνας. 
Τα γραφεία του Λονδίνου γνώριζαν καλά, ότι επρόκειτο για μη ορθή στρατηγική και τα στελέχη του με επικεφαλής την Μαρία Παφίτη άρχισαν να κάνουν προσπάθειες προσέγγισης με το τμήμα της Ν. Υόρκης.

Οι δύο πλευρές του οίκου Christie’s βρέθηκαν σε αντιπαράθεση με το Λονδίνο να επιμένει να του στείλει η Νέα Υόρκη την Εικόνα εφόσον, κατά την εξειδίκευσή τους, επρόκειτο για μία σπάνια Κωνσταντινουπολίτικη που σε καμία περίπτωση δεν συγκαταλεγόταν στην κατηγορία των Old Masters. 

Ακολούθησε και άλλο παράδοξο ως προς την τιμή της εκτίμησης. Η Ν. Υόρκη, όπως προ-αναφέραμε έδινε εκτίμηση 9.000, ενώ το Λονδίνο 75.000 με 90.000 ευρώ. Η διαφορά ήταν τεράστια. Οι ιδιοκτήτες της εικόνας, δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν τη ψαλίδα. 
Φοβούμενοι πως η εκτίμηση που έδινε το Λονδίνο ήταν πολύ υψηλή και συνεπώς ριψοκίνδυνη, αρνήθηκαν να συνεργαστούν δείχνοντας ξεκάθαρα πλέον την προτίμησή τους στο saleroom της Νέας Υόρκης και την τιμή των 9.000 ευρώ. 
Το Λονδίνο όμως, με οδηγό την επιμονή και υπομονή της Παφίτη, συνέχισε τις «πιέσεις». Και τα κατάφερε. Ρίχνοντας την εκτίμηση στις 45.000 ευρώ. Οι ιδιοκτήτες είπαν τελικά το «ναι», και η εικόνα συμπεριλήφθηκε στην προγραμματισμένη δημοπρασία «Εικόνων και Αντικειμένων από τον Ορθόδοξο Λαό». 


Ελληνας τη «χτύπησε»

Η εικόνα πλέον, από το σπίτι του Σάο Πάολο όπου βρισκόταν ως ένα διακοσμητικό ενθύμιο, βρισκόταν πλέον τοποθετημένη κάτω από τους προβολείς του οίκου Christie’s στην οδό King Street, στο Mayfair του Λονδίνου.  Από κοντά σπεύδουν να την κοιτάξουν Τραπεζίτες, Λιβανέζοι επιχειρηματίες, πολλοί Ρώσοι συλλέκτες, ένας Ελληνας ιερέας από την Κύπρο, Ευρωπαίοι dealers και γκαλερίστες, καθώς και κάποιοι Ελληνες. 
Το Λονδίνο είχε δίκιο εντέλει. Η εικόνα «The Old Testament Trinity» έγινε η δεύτερη πιο ακριβή εικόνα της δημοπρασίας. Και από τις 45.000 που ήταν η αρχική εκτίμηση, πουλήθηκε τελικά προς 273.606 ευρώ. 
Μάλιστα ο πλειοδότης που χτυπούσε και αγόρασε τελικά την εικόνα, ήταν Ελληνας. Η επιμονή του να την αποκτήσει είχε προκαλέσει έντονο χειροπκρότημα στην αίθουσα των Christie’s. Πρόκειτια για τον επιχειρηματία κ. Γιάννη Πετσόπουλο ο οποίος ζει στο Λονδίνο και είναι art consultant, ιδιοκτήτης της  εταιρίας Axia Art Consultant Ltd.