Η επίτευξη συμφωνίας για την Ελλάδα, μετά από ένα δραματικό τριήμερο διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, προκάλεσε ανακούφιση στο εσωτερικό της χώρας, στο βαθμό που αποτρέπει το χειρότερο σενάριο, αυτό της εξόδου από το ευρώ. Ωστόσο, τα μέτρα που συνοδεύουν τη συμφωνία είναι πιο δυσβάσταχτα από ποτέ. Μετά από πέντε δύσκολα χρόνια, η Ελλάδα οδηγείται μπροστά σε ένα τρίτο, εξαιρετικά σκληρό μνημόνιο.

Αντί της πολυαναμενόμενης ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία βρίσκεται και πάλι στο κατώφλι μιας βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης. Οι ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης για την εξέλιξη αυτή είναι τεράστιες. Η παρελκυστική τακτική που εφάρμοσε από τον Ιανουάριο και μετά, με αποκορύφωμα την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, έπληξε θανάσιμα την αξιοπιστία της χώρας και έφερε την οικονομία στο χείλος της αβύσσου: με άδεια δημόσια ταμεία, με κλειστές τράπεζες και με την πραγματική οικονομία ουσιαστικά νεκρή. Η στάση των δανειστών υπήρξε απαράδεκτα σκληρή. Όμως, η πραγματικότητα είναι αναπόδραστη: όποιος φθάνει να διαπραγματεύεται με το πιστόλι στον κρόταφο, δεν μπορεί να ελπίζει σε καλές συμφωνίες.

Το μόνο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε τώρα είναι η στοιχειώδης αποκατάσταση της ομαλότητας, ώστε να ξεκινήσουμε το δύσκολο δρόμο πάλι από την αρχή. Δυστυχώς, το λογαριασμό θα πληρώσει και πάλι ο ιδιωτικός τομέας, δηλαδή όσες επιχειρήσεις έχουν μείνει ακόμη ζωντανές και οι εργαζόμενοί τους, κατʼ επέκταση. Η συνταγή της υπερφορολόγησης είναι βέβαιο ότι αυτή τη φορά θα έχει ελάχιστα ως μηδενικά αποτελέσματα. Μέτρα όπως η φορολόγηση της ναυτιλίας και η αύξηση του ΦΠΑ είναι απίθανο να αποφέρουν έσοδα στο κράτος. Αντίθετα, θα προκαλέσουν σοβαρές απώλειες στην οικονομία και στην απασχόληση, οδηγώντας σε αποχωρήσεις ναυτιλιακών εταιρειών και σε μείωση της τουριστικής δραστηριότητας.

Σε κάθε περίπτωση, ο επιχειρηματικός κόσμος δεν μπορεί και δεν θα δεχθεί να σηκώσει άλλα βάρη, για να καλύπτει το κόστος του πελατειακού κράτους και την ανικανότητα διαδοχικών κυβερνήσεων να πατάξουν τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά. Σε αυτούς τους τομείς δεν υπάρχει πλέον καμία ανοχή. Η αναποτελεσματικότητα ισοδυναμεί πλέον με έγκλημα σε βάρος της παραγωγικής οικονομίας. Το μόνο «παράθυρο» ελπίδας βρίσκεται πλέον στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μέσω των οποίων μπορεί να ενισχυθεί ο υγιής ανταγωνισμός και να δημιουργηθούν νέες επενδυτικές ευκαιρίες. Τώρα δεν υπάρχει περιθώριο για ιδεοληψίες και για προστασία συντεχνιακών συμφερόντων, με «τρύπιες» και προσχηματικές αλλαγές.

Χρειάζονται εδώ και τώρα πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Εξίσου ζωτικής σημασίας θα είναι και η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων τα επόμενα χρόνια. Το πακέτο των 35 δισ. ευρώ, θα είναι το μοναδικό εργαλείο που διαθέτει η χώρα για τη στήριξη της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Θα πρέπει οι πόροι αυτοί να αξιοποιηθούν στη βάση ενός εθνικού σχεδιασμού, με στόχο την παραγωγική αναδιάρθρωση και την ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Θα πρέπει να κατευθυνθούν σε τομείς και κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, καθώς και στην ενθάρρυνση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας.

Είναι ώρα να τελειώνουμε με την πελατειακού τύπου διαχείριση και την αποσπασματικότητα που χαρακτήρισαν τα κοινοτικά πλαίσια στήριξης των προηγούμενων δεκαετιών. Ας μην υπάρχει καμία παρεξήγηση: με τη συμφωνία και το νέο μνημόνιο, η Ελλάδα δεν σώθηκε. Έκανε ένα βήμα πίσω από το χείλος του γκρεμού, αλλά εξακολουθεί να παραπαίει, με την οικονομία της διαλυμένη και με την αξιοπιστία της ξανά στο ναδίρ. Το αν θα καταφέρει να βρεθεί ξανά σε σταθερό έδαφος, εξαρτάται από το πώς θα προχωρήσει στο επόμενο διάστημα. Κυρίως, από το αν θα υπάρξουν πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα καταφέρουν να αντισταθμίσουν τα βαριά υφεσιακά μέτρα και θα επιτρέψουν στον ιδιωτικό τομέα να μαζέψει ξανά τα κομμάτια του και να επιβιώσει. Για να σηκώσει και πάλι στην πλάτη του την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.