Το “νέο”, το “παλιό” και η πολιτική πραγματικότητα
Είναι πράγματι εντυπωσιακό το γεγονός, ότι το σύνολο σχεδόν των αναλυτών και των αρθρογράφων έχουν αφιερώσει σειρά κειμένων προκειμένου να τονίσουν την ανάγκη της ύπαρξης του “νέου” ως λύση στα πολλαπλά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Επί της αρχής, προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση αφού αυτή είναι και η πορεία της ίδιας της ζωής. Η ανανέωση εξ άλλου είναι μια αδήριτη πραγματικότητα.
Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι , ποιο ακριβώς είναι το νέο στην περίπτωση της Ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας ; Πως ορίζεται και ποιες είναι οι παράμετροι που το περιγράφουν;
Παρά τα ελάχιστα διαστήματα φωτεινών εξαιρέσεων, το κυρίαρχο στοιχείο στην πολιτική ζωή του τόπου τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε χωρίς αμφιβολία ο λαϊκισμός και η δημαγωγία.
Μια ολόκληρη βιομηχανία δημοσκόπων και ερευνητών είχε στηθεί προκειμένου να αποκωδικοποιεί κάθε φορά, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκλογικού σώματος , να τα επεξεργάζεται με τη μορφή πολιτικών προτάσεων και να τα δημοσιοποιεί ως προγραμματικό λόγο.
Οι κομματικοί μηχανισμοί και οι μετωπικές τους οργανώσεις –συνδικαλιστικοί φορείς κλπ, συμμετείχαν στη διαδικασία αυτή, αφού η καταγραφή και η προγραμματική διατύπωση των αιτημάτων τους από τους πολιτικούς σχηματισμούς αποτύπωνε και τα δικά τους συντεχνιακά αιτήματα .
Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης , οι αρθρογράφοι και οι δημοσιολογούντες, συμμετείχαν επίσης στη διαδικασία αυτή, αφού οι ίδιοι οι πολίτες ως αναγνώστες, ακροατές η τηλεθεατές επιβράβευαν με ψηλές κυκλοφορίες και ακροαματικότητες τα μέσα που υπερασπιζόταν η πρόβαλαν όσα οι ίδιοι ήθελαν να ακούσουν.
Με το τρόπο αυτό η έννοια του “πολιτικού κόστους” η του “ πολιτικού οφέλους” σχετιζόταν περισσότερο με τον πολιτικό μικρόκοσμο και την εκλογική επιτυχία παρά με τη μεγάλη εικόνα της ίδιας της χώρας.
Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία είχε εκπαιδευτεί μ αυτή τη λογική. Ο δημόσιος λόγος ήταν αποδεκτός στο βαθμό που ήταν στρογγυλεμένος. Οι αλήθειες , δεν υπήρξαν ποτέ δημοφιλείς και κυρίως οι πράξεις δεν γινόταν αποδεκτές αν δεν εμπεριείχαν κάποιας μορφής άμεσης και ορατής παροχής.
Η εμπειρία του γράφοντος κατά τη διάρκεια των διαδικασιών της παραχώρησης του ΟΛΠ υπήρξε συγκλονιστική, όπως επίσης συγκλονιστική υπήρξε και η εμπειρία από την ματαίωση της παραχώρησης του ΟΛΘ.
Το ίδιο συγκλονιστική υπήρξε και η εμπειρία από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου αν δεν παρείχετο επιπλέον μπόνους όπως είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση Σημίτη στο εμπλεκόμενο προσωπικό, απειλείτο η ίδια διεξαγωγή τους.
Το ερώτημα λοιπόν, για το νέο και το παλιό επανέρχεται , με τη διαφορά ότι αυτή φορά, σχετίζεται με την υπόσταση της ίδιας της χώρας.
Ορθώς εξελήφθη ως νέο το “λεφτά υπάρχουν”, τα “ Ζάπια “ και το “πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης” ;
Η απάντηση είναι προφανής.
Στη σημερινή πραγματικότητα, το “νέο” δεν μπορεί να είναι άλλο από την αλήθεια και το “παλιό” δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόσημο με το λαϊκισμό.
Η ειδοποιός διαφορά, δεν σχετίζεται ούτε με το χρόνο, την ηλικία η την εμφάνιση ως από μηχανής θεού ενός πρωτόφαντου πολιτικού προσωπικού.
Πολύ περισσότερο απ αυτό σχετίζεται με το ρεαλισμό και την αποτύπωση της πραγματικότητας από το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του.
Αν η χώρα θέλει πραγματικά να βγει απ αυτήν τη κρίση, πρέπει να αφήσει πίσω της τη δημαγωγία και το λαϊκισμό. Πρέπει να διαγράψει το φαρισαϊσμό ως τρόπο αντίληψης των πραγμάτων. Πρέπει να δει την αλήθεια κατάματα και να την πει φωναχτά.
Καιροί ου μενετοί….