Οι προσδοκίες της αγοράς από το αποτέλεσμα των εκλογών
«…Λίγες μέρες μας απομένουν μονάχα, μέχρι την εκλογική αναμέτρηση της 20ηςΣεπτεμβρίου και η σκέψη των ανθρώπων της αγοράς βρίσκεται ήδη, εδώ και πολύ καιρό, στις προκλήσεις, τις απαιτούμενες ενέργειες, που θα διαμορφώσουν τον οικονομικό χάρτη της επόμενης μέρας. Άλλωστε, ελάχιστη σημασία έχουν τη δεδομένη στιγμή, οι προεκλογικές εξαγγελίες και υποσχέσεις των εκπροςώπων των κομμάτων, που συνήθως ξεχνιούνται μετέπειτα, αφού η εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου αποτελεί πλέον μονόδρομο. Παρομοίως μονόδρομος είναι όμως και η επίτευξη των ευρύτερων πολιτικών συνεργασιών στις 21 Σεπτεμβρίου.
Εντωμεταξύ, το πολιτικό σύστημα της Χώρας είναι κατακερματισμένο, η οικονομία μας έχειτραυματιστεί σοβαρά και οι πολίτες και οι επιχειρήσεις αγωνιούν για το αύριο, αφούβλέπουν τους κόπους μιας ζωής, να γίνονται επανειλημμένως θυσία στο βωμό άστοχωνπολιτικών χειρισμών. Ιδιαίτερα, η ελληνική αγορά «πνέει τα λοίσθια», εξαιτίας των επιπτώσεων από τους περιορισμούς στη διακίνηση των κεφαλαίων –capital controls-, που βρίσκονται ακόμη σε πλήρη ισχύ και προκαλούν αλυσιδωτά χτυπήματα στην παραγωγή, τον τζίρο, αλλά και εν γένει στην εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων.
Το εκλογικό «φρένο» στο εμπόριο ακολουθεί την κατάρρευση των εισαγωγών και εξαγωγών, που είναι τα μεγάλα «θύματα» της «ανωτέρας βίας» των "capital controls", σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, που διαθέτουμε, από το λιμάνι του Πειραιά. Ενδεικτικά, αναφέρω πως, η Σ.Ε.Π. Α.Ε. διακίνησε το φετινό Αύγουστο 9.052 εμπορευματοκιβώτια, έναντι 14.895 κατά τον Αύγουστο του προηγούμενου έτους, δηλαδή 5.843 λιγότερα TEUs από πέρυσι, καταγράφοντας πτώση -39,2%, αλλά και η συνολική αξία των εισαγωγών μειώθηκε κατά 1,48 δις ευρώ, δηλαδή -32% (στα 3,02 δις ευρώ από 4,5 δις ευρώ του περσινού Ιουλίου). Νέα υποχώρηση κατέγραψε επίσης, ο μεταποιητικός τομέας τον Αύγουστο, με την παραγωγή και τις νέες παραγγελίες να επιδεινώνονται περαιτέρω, αλλά και την απασχόληση να υποχωρεί για πέμπτο διαδοχικό μήνα, με το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφώνεται στο 25%. Εν κατακλείδι, μόνο προβληματισμό, πρέπει να δημιουργεί το γεγονός πως, την ίδια ώρα που το μισθολογικό κόστος μειώνεται (κατά 4,2% στο σύνολο της οικονομίας το β΄ τρίμηνο φέτος)οι εργοδότες εμφανίζονται απρόθυμοι να κάνουν προσλήψεις, μιας και η ανασφάλεια λειτουργεί, ως ανασταλτικός παράγοντας.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό, η επόμενη κυβέρνηση καλείται να υλοποιήσει 52 προαπαιτούμενα, κυρίως φορολογικού περιεχομένου (π.χ. την ενσωμάτωση της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης στη φορολογία εισοδήματος, την αύξηση των προκαταβολών φόρου στο 100%, το «ψαλίδισμα» στις 100 δόσεις, την αύξηση του φόρου στα εισοδήματα από ενοίκια, την κατάργηση των εκπτώσεων στον Φ.Π.Α. των νησιών), τα οποία βάσει προγραμματισμού θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, προκειμένου να αποδεσμευθεί η δόση των 3 δις ευρώ, που είναι προγραμματισμένη να εκταμιευθεί τον επόμενο μήνα, μετά την επιτυχή αξιολόγηση. Εν ολίγοις, έχει καταστεί σαφές, ότι τα μέτρα που συνοδεύουν το τρίτο Μνημόνιο είναι αντιαναπτυξιακά και δυσβάσταχτα, αφού πλήττουν κυρίως για μία ακόμη φορά τον ιδιωτικό τομέα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων του τόπου, επανειλημμένως έχουμε καταθέσει τις προτάσεις μας, προκειμένου να διευκολύνουμε το κυβερνητικό έργο, περιορίζοντας παράλληλα, κατά το δυνατόν, τις υφεσιακές επιπτώσεις του Μνημονίου. Με βάση αυτές τις προτάσεις, προσδοκούμε μετεκλογικά:
Πρώτον, την επίτευξη πολιτικής σταθερότητας με κυβέρνηση μακράς πνοής και βεβαίως ορίζοντα τετραετίας, η οποία θα αποκαταστήσει την κοινωνική και επιχειρηματική πίστη, που θα επανασυνδέσει τον πολιτικό κόσμο με την κοινωνία και τις ουσιαστικές της ανάγκες, χωρίς τις αχρείαστες περιπέτειες επαναλαμβανόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. Απαιτείται πλέον, άσκηση κυβερνητικού έργου με συνεννόηση, συναίνεση, σύνεση και σοβαρότητα στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.
Δεύτερον, την επανεκκίνηση της πραγματικής οικονομίας και την άμεση επαναλειτουργία της αγοράς. Καθήκον του Κυβερνητικού σχήματος που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της Χώρας θα πρέπει να είναι η εξισορρόπηση των απαιτήσεων των εταίρων μας με τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας και τις ανάγκες ρευστότητας στην αγορά, ώστε να πληρωθεί ο λογαριασμός των δανειστών. Απαιτούνται οικονομετρικές προτάσεις με ισοδύναμα από «νέους πόρους χρήματος» για τη σταδιακή χαλάρωση των δυσβάσταχτων όρων της νέας δανειακής σύμβασης.
Τρίτον και ίσως το κυριότερο απ’ όλα, την επιλογή του αναπτυξιακού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, κάτι που καμία Κυβέρνηση δεν έκανε τα τελευταία 6 χρόνια, ενώ θα ήταν το πρώτο που θα έπρεπε να είχε κάνει. Η χάραξη και η εφαρμογή μίας συντεταγμένης Εθνικής Στρατηγικής για Ανάπτυξη με Απασχόληση, μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τον κοινωνικό διάλογο και τη συστράτευση όλων των υγιών δυνάμεων της κοινωνίας και της αγοράς. Οι μικρομεσαίοι της ελληνικής επιχειρηματικότητας προσβλέπουμε στην ανάπτυξη, εκμεταλλευόμενοι τα δικά μας μέσα και αξιοποιώντας, τόσο διαχρονικά ταλέντα της φυλής μας, όσο και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, που διαθέτει ο τόπος μας, σε τομείς όπως ο αγροτικός, η ναυτιλία, ο τουρισμός, οι συνδυασμένες μεταφορές.
Η Χώρα, η οικονομία, η κοινωνία δεν αντέχουν άλλες περιπέτειες. Ο επιχειρηματικός κόσμος και ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αντέχουν άλλη αβεβαιότητα. Χρειαζόμαστε απαραιτήτως μια Κυβέρνηση «Εθνικής Ελλάδος», που θα έχει την επιδεξιότητα να χειριστεί δύσκολες διαπραγματεύσεις, την ικανότητα να δημιουργήσει μια καλύτερη οικονομική και κοινωνική προοπτική και τέλος το σθένος να καταφέρει μια ισόνομη και ισότιμη ευρωπαϊκή πορεία για την Ελλάδα..».