Το 2014 αποτέλεσε μια πολύ σημαντική χρονιά για την ολοκλήρωση μεταρρυθμιστικών διεργασιών στο σύστημα υγείας. Η οκτάμηνη δε διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε την ορθότητα των επιλογών της κυβέρνησης Σαμαρά, μιας και όχι απλά δεν τροποποίησε τις νομοθετικές και κανονιστικές πράξεις που υλοποιήθηκαν το 2014, αλλά ακόμη και με το τωρινό της εκλογικό πρόγραμμα τις υποστηρίξει σε όλη τους την έκταση. 

Μεταξύ άλλων, το Φεβρουάριο του 2014 με το νόμο 4238 θεσμοθετήθηκε το Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας και περίπου 50% των Ελλήνων πολιτών απέκτησαν πρόσβαση στα πρώην πολυιατρεία του ΙΚΑ κάτι που δεν συνέβαινε από την ίδρυση τους. Με τον ίδιο νόμο θεσμοθετήθηκε εμφατικά ο οικογενειακός γιατρός, ένας θεσμός που αποτελεί τον κορμό κάθε σύγχρονου ευρωπαϊκού συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Δυστυχώς η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παρότι παρέλαβε έτοιμο τόσο το σχεδιασμό της υλοποίησης του θεσμού του οικογενειακού γιατρού, όσο και τον επιχειρησιακό προγραμματισμό για την χρηματοδότησή του από το νέο ΕΣΠΑ (ΣΕΣ), δεν κατάφερε να τον πάει ούτε ένα βήμα πιο πέρα. 

Επιπροσθέτως, ο νόμος 4238 αναδιοργάνωσε και εξορθολόγησε την λειτουργία του ΕΟΠΥΥ, μετατρέποντάς τον στον κύριο αγοραστή υπηρεσιών υγείας στη χώρα, ενισχύοντας στο μέγιστο βαθμό την διαπραγματευτική του ικανότητα. Πέραν όμως, από την προαναφερθείσα ιστορική νομοθετική πρωτοβουλία, τον Ιούνιο του 2014 εξεδόθησαν δύο υπουργικές αποφάσεις οι οποίες έδωσαν πραγματικά λύση στο κυρίαρχο πρόβλημα της κάλυψης σχεδόν όλων των αναγκών σε υπηρεσίες υγείας των ανασφάλιστων πολιτών. Όλοι οι Έλληνες πολίτες απέκτησαν ισότιμη πρόσβαση σε φαρμακευτική και νοσοκομειακή φροντίδα.

Τέλος, το δεύτερο εξάμηνο του 2014 που είχα την τιμή να υπηρετήσω στη θέση του Γενικού Γραμματέα Υγείας, μετά από εκτεταμένη διαβούλευση, και με την τεχνική υποστήριξη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, επεξεργαστήκαμε ένα ολοκληρωμένο χρηματοδοτικό σχέδιο στο πλαίσιο της 5ης προγραμματικής περιόδου, το οποίο έτυχε πολύ θετικής ανταπόκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες. Το σχέδιο αυτό είχε τρεις στόχους, πρώτον την ολοκλήρωση της καθολικής πρόσβασης στην υγεία μέσω της ανάπτυξης της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, δεύτερον την ανάπτυξη ενός δίκαιου και οικονομικά βιώσιμου συστήματος υγείας και τρίτον την διοικητική αναδιοργάνωση του συστήματος υγείας.