Η παιδεία προσφέρεται για συναίνεση και εθνική συνεννόηση. Στα συμπεράσματα του Συμβουλίου των υπουργών παιδείας της Ε.Ε. τον περασμένο Μάιο, με συμμετοχή του Έλληνα υπουργού, τονίστηκε η ανάγκη εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης και η έμφαση στις νέες τεχνολογίες. Η ελληνική κυβέρνηση που συνυπέγραφε στην Ευρώπη τα παραπάνω, στο εσωτερικό απαξίωνε, καταρχήν λεκτικά, τις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση και χαρακτήριζε την αριστεία ως «ρετσινιά». 

Μικρή σημασία έχει αν πρόκειται για ακόμη μια διγλωσσία ή για άγνοια όσον αφορά την εκπαιδευτική πολιτική. Εκείνο που έχει σημασία είναι να αντιληφθεί όσο το δυνατόν ευρύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου ότι η εθνική στρατηγική για την παιδεία δεν μπορεί να αλλάζει συνολικά κάθε φορά που αλλάζει και η κυβέρνηση. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα προκειμένου να φέρει αποτελέσματα πρέπει να εφαρμόζεται για εύλογο χρονικό διάστημα, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλα τα δυτικά κράτη και αναμφίβολα να αξιολογείται και να βελτιώνεται διαρκώς. 

Η Ελλάδα αποτελεί μοναδική περίπτωση μεταξύ των εταίρων όπου σχεδόν κάθε νέος υπουργός, - ακόμη και του ιδίου κόμματος -  φιλοδοξεί να αλλάξει εκ βάθρων το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας ακυρώνοντας το σύνολο των πολιτικών, από τις μεγάλες στρατηγικές αποφάσεις έως τις λεπτομέρειες, του προηγούμενου συστήματος. Μια προοδευτική και παραγωγική πολιτική για την παιδεία δεν μπορεί να κινείται εντελώς ανάποδα από τον δρόμο που σήμερα ακολουθεί ο ανεπτυγμένος κόσμος. Η αριστεία για παράδειγμα, η ανάδειξη των ταλέντων των παιδιών είναι ζητούμενο, όχι ανάθεμα σε μια κοινωνία. Τα πρότυπα και πειραματικά δημόσια σχολεία εξυπηρετούν αυτόν τον σκοπό. Ένα τουλάχιστον σε κάθε νομό της χώρας είναι η αυτονόητη αφετηρία ώστε κάθε προικισμένο με ιδιαίτερες ικανότητες και δεξιότητες παιδί, ασχέτως που ζει, να έχει την ευκαιρία να αναπτύξει το ταλέντο του. 

Αντίστοιχα, η έμφαση στις νέες τεχνολογίες, η εισαγωγή μεθόδων βιωματικής εκπαίδευσης ιδίως στα πρώτα χρόνια εκπαίδευσης, οι εξωσχολικές δράσεις και η λογική απελευθέρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος από την «παπαγαλία» αποτελούν προοδευτικές μεθόδους. 
Σχετικά με την ανώτατη εκπαίδευση, ωρίμασε πλέον η συζήτηση για την αλλαγή στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος του άρθρου 16 που απαγορεύει την λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων. Η θέσπιση λογικού ορίου συμμετοχής φοιτητών στην ανάδειξη των πρυτανικών αρχών επίσης θα πρέπει να αποτελεί αυτονόητη επιδίωξη. 

Βεβαίως, η σύγχρονη εθνική στρατηγική για την παιδεία χρειάζεται πόρους για να ευδοκιμήσει. Στη δύσκολη οικονομική συγκυρία με εκατοντάδες σχολεία στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση να υπολειτουργούν λόγω των ελλείψεων σε διδακτικό προσωπικό και τις δεδομένες σοβαρές ελλείψεις πόρων στα πανεπιστήμια, μια πρώτη ισχυρή τόνωση μπορεί να έρθει από τα κοινοτικά προγράμματα.  Υπενθυμίζεται πως για τη νέα περίοδο 2014-2020, η Ελλάδα μπορεί μέσω των προγραμμάτων (εθνικών και περιφερειακών) που εξασφάλισε η κυβέρνηση της Ν.Δ. να κατευθύνει πόρους από την πολιτική συνοχής προς την παιδεία. Μάλιστα, το νέο πρόγραμμα Erasmus + που ενσωματώνει το σύνολο των ευρωπαϊκών πολιτικών για την παιδεία, την κατάρτιση, την νεολαία κ.α. στα κράτη - μέλη είναι οικονομικά ενισχυμένο κατά 40% σε σχέση με τη προηγούμενη περίοδο (2007-2013). 

Η Ελλάδα οφείλει με σχέδιο να αξιοποιήσει το σύνολο των πόρων που της αναλογούν από αυτό το σπουδαίο χρηματοδοτικό εργαλείο με προτεραιότητα την παιδεία. 

* Ο Χρίστος Δήμας είναι Βουλευτής Κορινθίας και Διδάκτωρ Πολιτικής Οικονομίας (LSE)