Η πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση της ενεργειακής ένωσης επιβεβαιώνει το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνισμού που υπάρχει στις αγορές ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου στην Ελλάδα. Ένα έλλειμμα που επιβαρύνει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα του συνόλου της ελληνικής οικονομίας. 

Έχουν περάσει 16 χρόνια από το τυπικό άνοιγμα αγοράς και η Ελλάδα παραμένει η πιο συγκεντρωμένη αγορά ηλεκτρισμού στην Ευρώπη. Κι αυτό γιατί, ενώ ο νόμος του 1999 επέτρεψε επί της αρχής τη συμμετοχή τρίτων στην αγορά, δεν θεσμοθέτησε καμία από τις προϋποθέσεις που απαιτεί η λειτουργία του ανταγωνισμού. Έτσι, σήμερα, η καθετοποιημένη κρατική εταιρεία ηλεκτρισμού ελέγχει πάνω από το 70% της Έγχυσης Ηλεκτρικής Ενέργειας και το 95% της Προμήθειας Ηλεκτρισμού, ενώ απολαμβάνει πρακτικά την αποκλειστική πρόσβαση σε φθηνές πηγές ενέργειας, όπως είναι ο λιγνίτης και τα υδροηλεκτρικά. Αυτό δημιουργεί τεράστιο ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τους ανεξάρτητους ηλεκτροπαραγωγούς, οι οποίοι αδυνατούν να σχηματοποιήσουν διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια παραγωγής. 

Το γεγονός ότι το φυσικό αέριο – που είναι το μόνο διαθέσιμο καύσιμο για τους ανεξάρτητους ηλεκτροπαραγωγούς – επιβαρύνεται στην Ελλάδα με έναν πολύ υψηλό Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης, εντείνει την ανισότητα. Σε αντίθεση, μάλιστα, με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα δεν προβλέπεται έκπτωση από τον ΕΦΚ όταν το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται για παραγωγή ρεύματος. Επιπλέον, είναι γνωστό ότι ο ΑΔΜΗΕ καθυστερεί σημαντικά τις πληρωμές προς τους ανεξάρτητους ηλεκτροπαραγωγούς, ενώ στην περίπτωση της κρατικής εταιρείας εφαρμόζει μεθοδολογίες συμψηφισμού, καθώς η ΔΕΗ λειτουργεί τόσο ως παραγωγός όσο και ως προμηθευτής. 


Συνέπεια της κυριαρχίας των κρατικών εταιρειών είναι η ανυπαρξία συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και η διατήρηση υψηλών τιμών στην ενέργεια, με άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της εγχώριας βιομηχανίας. Το κόστος για τη βιομηχανία έντασης ενέργειας είναι κατά 40% υψηλότερο σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές της στην Ευρώπη.

Η διατήρηση των ανισοτήτων αναπόφευκτα οδηγεί στην αποδυνάμωση των υφιστάμενων ανεξάρτητων παραγωγών, στην αποθάρρυνση νέων, σοβαρών ιδιωτικών επενδύσεων και στην περαιτέρω αύξηση του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας στην αγορά. 

Η Ελλάδα οφείλει να κάνει τώρα το αποφασιστικό βήμα, με στόχο το πραγματικό άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού και την ενίσχυση της εξωστρέφειάς της. Η χώρα έχει ήδη δεσμευθεί για μείωση του μεριδίου της κρατικής εταιρείας στην αγορά ηλεκτρισμού στο 25% βραχυπρόθεσμα και στο 50% μέχρι το 2020. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος απαιτούνται αποτελεσματικά μέτρα για την άρση των ανισοτήτων τόσο στο επίπεδο της παραγωγής όσο και στη λιανική. 
Το σχέδιο δημοπρασιών για την πώληση από τη ΔΕΗ σε τρίτους μέρους της λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής της παραγωγής είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, αλλά χρειάζονται περισσότερες παρεμβάσεις με σκοπό να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας. 


Επίσης, θα πρέπει να προχωρήσουν επενδύσεις, όπως η διασύνδεση της Κρήτης και των Κυκλάδων με το σύστημα της ηπειρωτικής χώρας, καθώς και η ενίσχυση της διασύνδεσης με την Ιταλία. Οι επενδύσεις αυτές θα συμβάλουν στην τόνωση του ανταγωνισμού, στη μείωση του συνολικού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και των αντίστοιχων χρεώσεων στους βιομηχανικούς καταναλωτές. Με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θέσει σε προτεραιότητα τη δημιουργία υποδομών διασύνδεσης περιφερειακών περιοχών, η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει τους πόρους που διατίθενται μέσω του σχεδίου Γιουνκέρ και της ΕΤΕπ σε συνδυασμό με ιδιωτικά κεφάλαια. 

Ταυτόχρονα με τα μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού στην αγορά, θα πρέπει να υπάρξουν παρεμβάσεις για τη μείωση του κόστους των ενεργειακών προϊόντων που προορίζονται για βιομηχανική χρήση. Μεταξύ αυτών είναι η μείωση του ΕΦΚ για τη βιομηχανία, η θέσπιση ειδικών εκπτώσεων όπως ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και η δυνατότητα στις βιομηχανίες να συνάπτουν ειδικές συμφωνίες για χαμηλές τιμές. 

Η διαδικασία απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι κρίσιμης σημασίας στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και στην ανάταξη της παραγωγικής της βάσης. Όσο η αγορά παραμένει κλειστή και εσωστρεφής, ο στόχος της μετάβασης σε ένα νέο, βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης θα παραμένει ανέφικτος. Χρειάζεται τώρα μια αποφασιστική πολιτική, μια προσέγγιση αντικειμενική και ρεαλιστική, χωρίς ιδεολογικές εμμονές, αλλά με πραγματική διάθεση επίλυσης των προβλημάτων.