Από το 2010 και μετά, η προσέγγιση ως προς τη διαχείριση του ασφαλιστικού φαίνεται να έχει αντιστραφεί: από τις συζητήσεις χωρίς πράξεις, που είδαμε τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες, περάσαμε σε πράξεις χωρίς συζήτηση. Μέχρι και το 2010, ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες ολοκλήρωναν τις μεταρρυθμίσεις των ασφαλιστικών τους συστημάτων, στην Ελλάδα σπαταλούσαμε χρόνο σε έναν ατελείωτο διάλογο που δεν κατέληγε πουθενά. Τα τελευταία έξι χρόνια, μετά τη χρεοκοπία και την ένταξη στα προγράμματα προσαρμογής, έχουμε δει αντίθετα έναν καταιγισμό νομικών αλλαγών και περικοπών, χωρίς συζήτηση, χωρίς στρατηγική, χωρίς κατεύθυνση. Βλέπουμε ρυθμίσεις να προτείνονται και να εφαρμόζονται στο πόδι, μέσα σε κλίμα βιασύνης και πανικού, είτε για να μπαλωθεί όπως – όπως η τρύπα των ταμείων, είτε για να εκταμιευθεί η επόμενη δόση από τους δανειστές. 

Η επιλογή της κυβέρνησης να αυξήσει τις ασφαλιστικές εισφορές για εργοδότες και εργαζόμενους αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ασυνάρτητης και καταστροφικής τακτικής. Για να καλυφθεί μια άμεση ανάγκη και για να διευκολυνθεί η διαχείριση του πολιτικού κόστους, προωθείται ένα μέτρο που υπονομεύει ευθέως την επιχειρηματική δραστηριότητα, την απασχόληση και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα τροφοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος. 

Η επιμελητηριακή κοινότητα, εκφράζοντας το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου, ήταν και παραμένει κάθετα αντίθετη με την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, όπως άλλωστε και με κάθε άλλο μέτρο που αυξάνει το κόστος των επιχειρήσεων και απομειώνει την ανταγωνιστικότητά τους. Θα πρέπει να γίνει επιτέλους κατανοητό ότι το ασφαλιστικό δεν μπορεί να λυθεί μόνο με μέτρα που αυξάνουν τις επιβαρύνσεις. Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση οφείλει να προχωρήσει στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεταρρυθμιστικού πλαισίου, με στόχο την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για μια ανάγκη αυτονόητη. Με δεδομένο ότι κάθε σύστημα συντάξεων τροφοδοτείται από την παραγωγή, για να έχουν σύνταξη οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να έχουν δουλειά τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Θα πρέπει να υπάρχουν υγιείς επιχειρήσεις, οι οποίες θα δημιουργούν βιώσιμες και καλές θέσεις εργασίας. 

Κανείς δεν αγνοεί την ανάγκη για δικαιοσύνη απέναντι στους σημερινούς συνταξιούχους, οι οποίοι βιώνουν την έμπρακτη διάψευση των προσδοκιών και των υποσχέσεων, με βάση τις οποίες πλήρωναν εισφορές κατά την εργασιακή τους ζωή. Σε μια χώρα που έχει απολέσει το 25% του ΑΕΠ της, η προσαρμογή των συντάξεων είναι αναγκαία. Όμως η προσαρμογή αυτή θα πρέπει να επιμερίζεται δίκαια: χωρίς παραθυράκια που ευνοούν ή προστατεύουν κάποιους σε βάρος των υπολοίπων, χωρίς τη λογική του «όποιος πρόλαβε» και του «να πληρώσουν οι άλλοι». 

Αυτή είναι, ουσιαστικά, η εξίσωση που καλούμαστε να λύσουμε. Χρειαζόμαστε ένα ασφαλιστικό σύστημα που θα συνδυάζει την ανάπτυξη με τη δικαιοσύνη. Και όχι ένα σύστημα το οποίο θα υποσκάπτει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, θα τροφοδοτεί ελλείμματα και θα επιβαρύνει την παραγωγή – είτε μέσω υψηλών εισφορών είτε μέσω του προϋπολογισμού και άρα της φορολογίας. Η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορούμε να είμαστε γενναιόδωροι με τις συντάξεις, χωρίς αυτές να υποστηρίζονται από μια δυναμική παραγωγή. Καλές και σταθερές συντάξεις μπορούμε να έχουμε μόνο σε μια οικονομία που ανθεί και αναπτύσσεται. 

Πάνω σε αυτή τη βασική λογική, χρειάζεται να κάνουμε μια νέα αρχή ως προς το ασφαλιστικό. Με διάλογο αλλά και με ουσιαστικές αλλαγές στην πράξη. Τα Επιμελητήρια έχουν ήδη καταθέσει συγκεκριμένο πλαίσιο προτάσεων, το οποίο μπορεί να αποτελέσει ρεαλιστική βάση συζήτησης για μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, με κοινωνικό και ταυτόχρονα αναπτυξιακό πρόσημο.