Μερικές ημέρες πριν να λήξει το 2015, ο γνωστός εφοπλιστής Γιώργος Οικονόμου, ιδιοκτήτης της Cardiff Marine Inc., προχώρησε σε μια... αθόρυβη πώληση έργων τέχνης από την προσωπική του συλλογή.
Για τη ρευστοποίηση των έργων του προτίμησε την αγορά του Παρισιού και το saleroom του οίκου Tajan, αποκλείοντας όχι μόνο τη Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο, αλλά και τις αίθουσες των κολοσσιαίων οίκων Christie’s και Sotheby’s, στις δημοπρασίες των οποίων θα μπορούσαν κάλλιστα να συμπεριληφθούν τα έργα που είχε στην κατοχή του.

Αν υποθέσει κανείς ότι ο κ. Οικονόμου παρακολουθεί τις τάσεις στο διεθνές art market, εύκολα μπορεί να συμπεράνει πως δεν είναι τυχαίες οι κινήσεις του, καθώς το γαλλικό έδαφος διατηρείται όχι μόνο σταθερό, αλλά και με μικρές ανόδους, την ώρα που η ρωσική κατάρρευση των αγορών και του ρωσικού χρηματιστηρίου τέχνης προμηνύει νέο κραχ. Δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι συμφωνίες για τις τιμές εκτίμησης στα έργα του ήταν πιο ευνοϊκές με τα στελέχη του Tajan.

Ωστόσο, ήταν ρίσκο να μην αξιοποιήσει επικοινωνιακά το όνομά του ως provenance συλλογής, καθώς οι καλά μυημένοι στον κλάδο θεωρούν πως μια εξέχουσα συλλογή σαν και αυτή, πόσω μάλλον όταν έχει δημοσιευθεί, θα κατέγραφε τεράστιες υπεραξίες, αν είχε κοινοποιηθεί σωστά.


ΤΖΙΡΟΣ ΚΑΙ TOP LOTS
Σύμφωνα με υπολογισμούς της «Ε», ο κ. Οικονόμου κέρδισε πάνω από 3 εκατ. ευρώ από τις τελευταίες πωλήσεις των έργων του μέσω Tajan.
Παρά το γεγονός ότι πολλά από τα έργα που συμπεριλήφθηκαν στη δημοπρασία είχαν εκτεθεί για πρώτη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίου, ο κ. Οικονόμου προτίμησε να μην κοινοποιήσει την προέλευση των έργων του, αλλά να τα καταλογογραφήσει ως «ευρωπαϊκή συλλογή».

Σχεδόν όλα τα έργα της συλλογής του είναι από υπογραφές πολύ δυνατές με καλές θέσεις στο διεθνές χρηματιστήριο τέχνης: δηλαδή ονόματα, θεματογραφίες και ρεύματα που είναι σε πρώτη ζήτηση τόσο από τους συλλέκτες όσο και από τους επενδυτές και τα art funds.

Την πιο υψηλή τιμή πώλησης άγγιξε ο πίνακας του Fernand Léger «Une fleur et une figure» (λάδι σε καμβά, 50,2x65,2 εκ.). Πουλήθηκε στο πρώτο estimate προς 673.200 ευρώ, έχοντας προεκτιμηθεί μεταξύ 600.000 και 1 εκατ. ευρώ.

Δεύτερη κορυφαία πώληση ήταν εκείνη του πίνακα «Lion devorant un boa» (λάδι σε καμβά, 65,5x81 εκ.) του Henri Rousseau. Eίχε εκτιμηθεί μεταξύ 300.000 και 500.000 ευρώ και τελικά άλλαξε χέρια για 412.800 ευρώ.
Υψηλή τιμή έπιασε ο πίνακας του Andy Warhol «Portrait of Wayne Gretzky» (ακρυλικό σε καμβά, 127,3x106,6 εκ.), χρονολογίας 1983. Πουλήθηκε στη χαμηλή τιμή εκτίμησης (350.000 και 500.000 ευρώ), δηλαδή προς 387.000 ευρώ. Το έργο είχε αποκτήσει ο κ. Οικονόμου από δημοπρασία του οίκου Christie’s στο Λονδίνο.

Ικανοποιητική ήταν και η τιμή που άγγιξε το έργο του Maurice Denis με τίτλο «Bonheur maternel» (λάδι σε καμβά, 81x65,1 εκ.), που, από τα 180.000 ευρώ που είχε αρχικά εκτιμηθεί, κατάφερε τελικά να αγοραστεί έναντι 226.000 ευρώ! Ο κ. Οικονόμου, σε επικοινωνία του με την «Ε», προτίμησε να μην σχολιάσει το γεγονός, ούτε να δώσει εξηγήσεις για τους κύριους λόγους που τον ώθησαν στην πώληση αυτή. Αναπάντητα άφησε και τα ερωτήματα σχετικά με την εικόνα που παρατηρείται στη διεθνή και ελληνικής αγορά τέχνης. 

ΥΠΗΡΞΑΝ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ
Από την άλλη πλευρά, όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε μεγάλη συναλλαγή, υπήρξαν και έργα που δεν κατάφεραν να πιάσουν τις εκτιμώμενες τιμές. Μεγάλη αστοχία θεωρείται η αποτυχία του Tajan να πουλήσει το έργο του Andy Warhol «Portrait of Josef von Ferenczy» (ακρυλικό και μεταξοτυπία σε καμβά, 101x101 εκ.) με προέλευση την γκαλερί Sidney Janis στη Νέα Υόρκη, που αναμενόταν να αγγίξει από 80.000 έως 120.000 ευρώ.

Παρόμοιες ήταν οι συνθήκες και για τον πίνακα του Man Ray με τίτλο «La montagne en verre» (81x60 εκ.), το οποίο είχε προεκτιμηθεί μεταξύ 250.000 και 350.000 ευρώ, αλλά και για ένα σκίτσο του Henry Matisse με τίτλο «Buste féminin» (μολύβι σε χαρτί, 36x25 εκ.) με τιμή εκτίμησης 80.000-120.000 ευρώ.


 

ΠΩΣ ΕΧΤΙΣΕ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ PORTFOLIO

Παρακολουθώντας προσεκτικά τα βήματα του Γιώργου Οικονόμου, παρατηρεί κανείς πως, εκτός από τη συλλεκτική του ματιά, ξέρει να κινείται και ως επενδυτής στο χρηματιστήριο τέχνης. Τήρησε πάγιες τακτικές στον κλάδο, από το άλφα ως το ωμέγα: Επέλεξε να επενδύσει σπάνια έργα υψηλής ποιότητας, θεμάτων που έχουν ζήτηση και που υπόσχονταν αξία μεταπώλησης με περιθώριο ανόδου, χωρίς όμως να είναι ασύμβατα με το γούστο του. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε αναφέρει πριν από λίγα χρόνια ότι αγοράζει έργα τέχνης με τα... μάτια και όχι με τα αυτιά. Εχτισε μια μεγάλη συλλογή, την οποία διαίρεσε σε ενότητες που συμπεριλάμβαναν τα μεγαλύτερα ονόματα από τον 15ο αιώνα έως τη Σύγχρονη Τέχνη.
Η συλλογή του διαθέτει πίνακες εποχής Rococo, Κυβισμού, Φουτουρισμού, Αφαίρεσης, Bauhaus, Dada, Σουρεαλισμού, Σχολής του Παρισιού, Pop Art, Καπιταλιστικού Ρεαλισμού.
Κατάφερε με αυτό τον τρόπο να δημιουργήσει χαρτοφυλάκια που μπορούν να σταθούν στη διεθνή αγορά.

Το 2011 δημοσιοποίησε τη συλλογή του στα κτίρια της Δημοτικής Πινακοθήκης Αθηναίων, με επιμελήτρια την κ. Νέλλυ Κυριαζή. Ηταν ένα γεγονός που χάρισε στη συλλογή του ακόμα περισσότερο κύρος, φήμη και εμπορική αξία.


«Θέλω να ξέρετε ότι αυτή η συλλογή έχει δημιουργηθεί με πάθος και αγάπη, αλλά και πολλή προσπάθεια από όλους όσοι έχουν συνεργαστεί για να γίνει», είχε αναφέρει το βράδυ των εγκαινίων, υπογραμμίζοντας ότι επρόκειτο για μια συλλογή που θα καλλιεργούσε το κοινό.
«Εστω και αν δεν ξέρουν όλοι το αντικείμενο της τέχνης, θα τους δημιουργηθούν κάποια συναισθήματα και θα μπορέσουν να βρουν πάρα πολλά έργα να ευαισθητοποιηθούν και να ταυτιστούν. Εχουμε κάτι να δείξουμε ως χώρα, σε μια εποχή πού όλοι μας κοιτάνε λίγο περίεργα. Επομένως, θέλω μια καλύτερη Ελλάδα, αν μπορούμε, και νομίζω ότι όλοι το θέλουμε, απλώς χρειάζεται να μας δοθεί λίγος χρόνος για να το πραγματοποιήσουμε», είχε πει χαρακτηριστικά. 
Για τους επενδυτές και τους συλλέκτες του εξωτερικού αυτή είναι η πιο συνηθισμένη μέθοδος ώστε να... διασφαλίσουν την αξία μεταπώλησης των έργων τους, αλλά και να ερεθίσουν τη ζήτηση και τις τάσεις.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΠΕΝΔΥΣΗ