Από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου το 2010, η επιχειρηματική κοινότητα είχε επισημάνει με έμφαση την ανάγκη να εστιαστεί η δημοσιονομική προσαρμογή στη μείωση των δημοσίων δαπανών, κυρίως δια του περιορισμού της σπατάλης, αντί στην αύξηση των εσόδων δια της φορολογίας. Η διεθνής εμπειρία – όπως αποτυπώνεται σε σχετικές μελέτες – δείχνει με σαφήνεια ότι η δημοσιονομική προσαρμογή που στηρίζεται στη συγκράτηση των δαπανών είναι μακροπρόθεσμα διατηρήσιμη και οδηγεί σε ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομίας. Αντίθετα, η εστίαση στον τομέα των εσόδων, μέσω της διαρκούς αύξησης των φόρων, δημιουργεί αρνητικές προσδοκίες, οι οποίες επιδρούν στην κατανάλωση και στις επενδύσεις, με αποτέλεσμα να παρατηρείται βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας ύφεση. 

Πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύθηκε μελέτη στελεχών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία αναδεικνύει τη σημασία της σύνθεσης της δημοσιονομικής προσαρμογής και ως προς τη μείωση του χρέους. Αναλύοντας τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής προσαρμογής στη συμπεριφορά του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ για μια ομάδα χωρών της ευρωζώνης - μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα – η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προσπάθειες που στηρίζονται στην αύξηση της φορολογίας είναι ουσιαστικά αυτοαναιρούμενες. Ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις δημοσιονομικής προσαρμογής το χρέος αρχικά αυξάνεται και στη συνέχεια αρχίζει να μειώνεται, στις περιπτώσεις των προσαρμογών που βασίζονται στα έσοδα η αύξηση τείνει να είναι μεγαλύτερη και να διαρκεί περισσότερο. 

Δεν είναι τυχαίο ότι, με βάση τις μελέτες ΟΟΣΑ και Ε.Ε., το ενδεδειγμένο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής οφείλει να στηρίζεται κατά τα δύο τρίτα στη συγκράτηση των δαπανών, μέσω της μείωσης του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους του δημοσίου, των λειτουργικών δαπανών, επιχορηγήσεων κτλ. και κατά το ένα τρίτο στην ενίσχυση των εσόδων, μέσω της αύξησης φόρων και εισφορών. 

Η Ελλάδα ανήκει δυστυχώς στις περιπτώσεις χωρών που αγνόησαν από την αρχή αυτές τις συστάσεις, με το πρώτο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής να εστιάζει στην αύξηση των υφιστάμενων και στη θέσπιση νέων φόρων. Το 60% της προσαρμογής που επιτεύχθηκε την περίοδο 2010 – 2013 οφείλεται στην αύξηση των φορολογικών εσόδων και το 40% στη μείωση των δαπανών. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε. Κι αντί το πάθημα να γίνει μάθημα, βλέπουμε την ίδια λανθασμένη προσέγγιση να συνεχίζεται με ακόμη μεγαλύτερο «ενθουσιασμό». Πάνω από το 75% των μέτρων του τρίτου Προγράμματος αφορά αύξηση άμεσων και έμμεσων φόρων και εισφορών, ενώ το υπόλοιπο αφορά κυρίως περικοπές σε συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης θα είναι τη διετία 2015 – 2016 μεγαλύτερες από το μέσο όρο της ευρωζώνης. 

Η εστίαση στα έσοδα – όπως επισημαίνεται και στη μελέτη των οικονομολόγων της ΕΚΤ – τείνει να είναι προτιμώμενη επιλογή από τις κυβερνήσεις, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, καθώς υπάρχει η εντύπωση ότι μια διαρκής μείωση των κρατικών δαπανών θα επιφέρει μεγαλύτερο πολιτικό κόστος. Πρόκειται για μια ολέθρια πλάνη, την οποία έχει πληρώσει ως τώρα ακριβά ο ελληνικός λαός, αλλά και τα πολιτικά κόμματα που βρέθηκαν στην κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια. Όσο οι φόροι βυθίζουν τη χώρα στην ύφεση, τόσο πιο δύσκολη καθίσταται η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, με αποτέλεσμα να χρειάζονται διαρκώς νέα, πρόσθετα μέτρα για την κάλυψη του κενού. Αυτός ο φαύλος κύκλος δεν θα κλείσει, εάν δεν αλλάξει επιτέλους το μείγμα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Όσοι επιμένουν, από άγνοια ή από ιδεοληψία, να αγνοούν την πραγματικότητα, θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις συνέπειες. 

Του Κωνσταντίνου Μίχαλου προέδρου ΚΕΕ &ΕΒΕΑ