Τι κάνουμε λάθος;
<p>Του Κωνσταντίνου Μίχαλου, προέδρου του ΕΒΕΑ</p>
Η έξοδος και της Κύπρου από το μνημόνιο είναι μια ακόμη αφορμή να αναρωτηθούμε «τι λάθος κάνουμε στην Ελλάδα;». Γιατί η χώρα μας, έξι χρόνια μετά, παραμένει εξαρτημένη από τη βοήθεια των εταίρων της και μάλιστα χωρίς προοπτική εξόδου; Μια μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης είχε πειστεί, τα προηγούμενα χρόνια, ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διαπραγματεύθηκαν αρκετά αποτελεσματικά και δυναμικά.
Η αλήθεια είναι διαφορετική. Οι ελληνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύθηκαν μεν, αλλά σε λανθασμένη κατεύθυνση. Διαπραγματεύθηκαν για να αλλάξει όσο το δυνατόν λιγότερο το χρεοκοπημένο μοντέλο λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Και – με μεγάλη ευθύνη και των δανειστών, που το αποδέχθηκαν – εφάρμοσαν ένα μείγμα πολιτικής που ήταν γνωστό ότι δεν θα οδηγούσε πουθενά.
Το μεγάλο λάθος στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ότι το βάρος της προσαρμογής έπεσε σχεδόν εξ ολοκλήρου στις πλάτες του ιδιωτικού τομέα, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους. Ελάχιστα έγιναν για να αντιμετωπιστούν οι πραγματικές αιτίες της κρίσης, οι οποίες ήταν πασιφανείς με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΟΟΣΑ και άλλων οργανισμών: ήταν το υψηλό κόστος σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του δημοσίου τομέα και η ύπαρξη σοβαρών στρεβλώσεων και περιορισμών στη λειτουργία των αγορών, που στραγγάλιζαν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό που τελικά έγινε ήταν να διατηρηθούν οι στρεβλώσεις και να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο ο ιδιωτικός τομέας. Έτσι, στην Ελλάδα πετύχαμε ένα σπάνιο «κατόρθωμα»: εφαρμόστηκε μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η οποία επηρέασε το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, χωρίς όμως να προσθέτει τίποτα στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Όπως είχε υποστηρίξει από την αρχή η Επιμελητηριακή Κοινότητα, η συμπίεση των κατώτατων μισθών ελάχιστα θα απέδιδε στην οικονομία και στις εξαγωγές, ενόσω συντηρούνται μια σειρά από άλλοι σημαντικοί παράγοντες κόστους, όπως αυτοί της ενέργειας, της γραφειοκρατίας, αλλά και το κόστος που δημιουργούν οι περιορισμοί στη λειτουργία των αγορών.
Στο βιβλίο των κ. Θοδωρή Πελαγίδη και Μιχάλη Μητσόπουλου «Who’s to Blame for Greece?» παρουσιάζεται μια ενδιαφέρουσα σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και Πορτογαλίας, ως προς τις εξαγωγές αγαθών την περίοδο 2009 – 2014. Η άνοδος των εξαγωγών στην Πορτογαλία έφθασε στο 50%, ενώ στην Ελλάδα η αύξηση ήταν περίπου 15% - κι αυτή οφείλεται αποκλειστικά σχεδόν στην υπερπροσπάθεια των Ελλήνων εξαγωγέων, οι οποίοι αντιμετώπισαν την εξωστρέφεια ως μοναδική διέξοδο απέναντι στην κρίση. Ειδικά στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, οι εξαγωγές είχαν αρνητικό πρόσημο. Κι αυτό δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση, τη στιγμή που το κόστος της ενέργειας για τις βιομηχανίες αυτές είναι μέχρι και κατά 40% υψηλότερο σε σύγκριση με ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη. Σε πολλές περιπτώσεις βιομηχανιών, το κόστος της ενέργειας πλησίασε το 50% του συνολικού κόστους της παραγωγικής διαδικασίας, υπερβαίνοντας τα κονδύλια για μισθούς και εισφορές. Δεν ήταν λίγες μάλιστα οι βιομηχανίες, που αναγκάστηκαν ουσιαστικά να επιδοτούν τις εξαγωγές τους, εξάγοντας με ζημία προκειμένου να μην κλείσουν τις μονάδες παραγωγής τους.
Πρόκειται για ένα μόνο παράδειγμα αστοχίας. Υπάρχουν μια σειρά από άλλες στρεβλώσεις, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, παρά τις – άτολμες – μεταρρυθμιστικές κινήσεις των τελευταίων ετών. Επιπλέον, στο κόστος αυτών των στρεβλώσεων έχει προστεθεί τώρα και το κόστος που δημιουργούν οι φορολογικές αυξήσεις, η ακριβή και δυσεύρετη χρηματοδότηση, η αβεβαιότητα.
Με την πολιτική που εφαρμόστηκε ως τώρα, η ελληνική οικονομία παρέμεινε καθηλωμένη και οι θυσίες των εργαζομένων έμειναν ουσιαστικά χωρίς αντίκρισμα.
Όσο για τις ελληνικές επιχειρήσεις, βρέθηκαν να μετρούν λουκέτα και ζημιές. Μόνο οι εισηγμένες στο Χ.Α. επιχειρήσεις έχουν χάσει 5,5 δισ. ευρώ λειτουργικής κερδοφορίας, από το 2007. Ποιος βγήκε τελικά κερδισμένος; Κανείς, εκτός από μερικές συντεχνίες και ομάδες συμφερόντων, που καταφέρνουν ακόμα να συντηρούν προνόμια, σε βάρος των πολλών. Εάν δεν αλλάξει σύντομα κατεύθυνση η οικονομική πολιτική, η Ελλάδα θα έχει ελάχιστες ελπίδες να ακολουθήσει την Κύπρο και τις άλλες χώρες που βγήκαν από τα μνημόνια.