"Η αγορά τέχνης μοιάζει με οργανωμένο έγκλημα"
Τον συνεπαίρνει η ζωγραφική του El Greco, αλλά θα ήθελε να έχει συνομιλήσει έστω μία φορά με τους Hopper, Freud και Bacon. Η τέχνη της Marina Abramovic δεν τον μαγεύει, αντιθέτως τον αγγίζει ο Tarkovsky. Συχνά συγκρούεται με κάθε του «εγώ» και βρίσκεται εγκλωβισμένος στις πιο βαθιές του ανησυχίες. Κάνει διάλογο με τα μοντέλα του, που κατά μια μυστηριακή σύμπτωση είναι όλοι άνθρωποι πονεμένοι, ενώ, δεν ανταποκρίνεται σε έργα-παραγγελίες, και ας έρχονται από τον ισχυρότερο CEO στον κόσμο! Θα τον ιντρίγκαρε να πιει καφέ μαζί του, να τον παρατηρήσει ή, ακόμα καλύτερα, να τον υποδεχτεί στο ατελιέ του: το ψηλοτάβανο φωτεινό διαμέρισμα στο Μεταξουργείο που αποκαλεί «ησυχαστήριο» και όπου, όπως λέει στον εαυτό του, εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Με τον Χρήστο Παλλαντζά δυσκολεύεται κανείς να «γυρίσει» την κουβέντα στο χρηματιστήριο της τέχνης, τις τάσεις στη δευτερογενή αγορά, την απόδοση των τιμών και τη βουτιά στον τζίρο από τα Greek Sales.
Ο ίδιος παραδέχεται στην «Ε» πως κάθε φορά που κοιτάζει τις ελληνικές δημοπρασίες είναι σαν να αντικρίζει έναν άλλο κόσμο. Aισθάνεται πως, για να τον κατανοήσει, πρέπει να μεταμορφωθεί. «Στη δουλειά μου προτιμώ να διαγράφω αυτό που συνέβη τα τελευταία χρόνια στην οικονομία μας και τους οικονομοτεχνικούς όρους που εισάγαμε στον εγκέφαλό μας, διότι στο τέλος είναι σαν να ξεχνάμε τον λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε εμείς, οι καλλιτέχνες, μπροστά από τον καμβά. Το πώς είναι οργανωμένη η αγορά τέχνης σε Ελλάδα και εξωτερικό είναι σαν οργανωμένο έγκλημα, όπως είχε πει ο Velicovic. Κάτι που κατάλαβα με τα χρόνια... Και που έχει χτιστεί εδώ και αιώνες με συστήματα γύρω από αυτό που παράγεται ως προϊόν από την τέχνη και στηρίζει συγκεκριμένες κατευθύνσεις». Βοηθά, όμως, καλώς η κακώς, θα αναρωτηθούμε. «Θα απαντήσω αλλιώς», λέει ο κ. Παλλαντζάς. «Βοηθά η ιδιωτική πρωτοβουλία. Σαφέστατα βοηθά, αλλά, αν δεν είναι σωστά θεσμοθετημένη, μπορεί να κάνει και κακό. Σήμερα στη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, είναι οι καλλιτέχνες που προτείνουν ή οι γκαλερί που προτείνουν καλλιτέχνες; Δεν μπορώ να προβλέψω την εξέλιξη της αγοράς και αυτό προκαλεί ανασφάλεια».
Ποιοι είναι, όμως, αυτοί που υποστηρίζουν τελικά αυτό το σύστημα και οδηγούν τις τάσεις στην ελληνική αγορά, μια μικρή αγορά που κατάφερε να μπει στα ξένα salerooms; «Με το μάρκετινγκ μπορούμε κάτι που κοστίζει 5 ευρώ να το κάνουμε να κάνει 20.000 ευρώ. Ομως ρωτώ: οι πίνακες που βγαίνουν στις δημοπρασίες του εξωτερικού αγοράζονται από Ελληνες ή από ξένους; Νομίζω, πάντως, πως όλα ξεκινούν από τους καλλιτέχνες και τις γκαλερί. Πριν από χρόνια η Πέγκυ Ζουμπουλακη είχε δηλώσει ότι καλλιέργησε την αισθητική των Ελλήνων. Το πιστεύω απόλυτα και μπράβο της. Ηταν ένας χώρος που πριν χρόνια μπορούσες να δει τι συμβαίνει στον ελλαδικό χώρο. Αυτό όμως δεν βγήκε έξω, έμεινε εδώ. Από την άλλη, οι δημοπρασίες, ίσως έκαναν μια προσπάθεια, απλώς να φανούμε διεθνώς, αλλά δεν νομίζω ότι λειτουργούν σωστά.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ
Τελικά, ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν τις τιμές; Μήπως πρώτο ρόλο έχει το βιογραφικό ενός ζωγράφου; «Σίγουρα παίζει ρόλο το γερό βιογραφικό. Αν θέλεις ο κόσμος να μάθει ποιος είσαι, πρέπει να έχεις κάποια “αυτοκόλλητα” πάνω σου που να ορίζουν αυτό που είσαι, σαν μια πρώτη μορφή επικοινωνίας, όσο δυσάρεστο κι αν ακούγεται. Από εκεί και πέρα, κάθε ζωγράφος συνεννοείται με τον γκαλερίστα του για τις τελικές τιμές», απαντά. Αν κάποιος του έλεγε πως θέλει απεγνωσμένα ένα δικό του έργο, να ζει μαζί του να το κοιτάζει και να το αγαπά σαν ένα κομμάτι της ζωής του, εκείνος θα του το χάριζε, γιατί, όπως λεει, οι μικροί αγοραστές είναι και οι πιο θερμοί και διαρκείς υποστηρικτές του.
«Το 1999 τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά, μέσα σε ένα βράδυ κατά τη διάρκεια έκθεσής μου στην Γκαλερί Σκουφά είχαν πουληθεί πάνω από εξήντα έργα μέσα σε λίγες ώρες! Μου λεει η Καλλιγά: “Πάρε τις επιταγές, Χρήστο, και πρόσεχε μην τις χάσεις, είναι υπογεγραμμένες!”. Δεν με έκανε όλο αυτό να αισθανθώ καλύτερα ή διαφορετικά. Με τρομάζει το πολύ χρήμα. Ισως είναι σαν να χάνεις την ελευθερία σου...», εξομολογείται.
Είναι, λοιπόν, αυτό το «σύστημα» που δεσμεύει και αλλοιώνει τους καλλιτέχνες; Και για αυτό «δεν κάνει» να πουλάνε τα έργα τους κάτω στον δρόμο, στο Μοναστηράκι; (Γελάει) «Α, αυτό το έχω πει, κι αν θέλετε με πιστεύετε! Πως, αν είναι καλά τα έργα μου, θα τα παω και στο Μοναστηράκι και θα τα δώσω για 100 ευρώ το ένα, τουλάχιστον να πάρω ένα μπουκάλι γάλα και ψωμί και να ζήσω. Αντέχω να το κάνω. Αν μπει κανείς στη διαδικασία να αντέχει, τότε ίσως αποφεύγει και να του συμβούν τα χειρότερα», υποστηρίζει.
ΖΗΤΗΣΗ & ΠΩΛΗΣΕΙΣ
Τα νέα έργα του Χρήστου Παλλαντζά παρουσιάζονται στην Γκαλερί Evripides στην έκθεση με τίτλο «Εάν ήσουν εδώ». Πρόκειται για έργα μεγάλων, μεσαίων αλλά και μικρών διαστάσεων, τα οποία δούλευε ο καλλιτέχνης τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι τιμές τους κυμαίνονται από 600 ευρώ και φτάνουν μέχρι και τα 28.000 ευρώ.
Μέχρι στιγμής, έχουν σημειωθεί πωλήσεις για πάνω από δέκα έργα, καθώς και για δύο μεγάλων διαστάσεων, που απέκτησε συλλέκτης.
Ιδιαίτερη κινητικότητα έχει καταγραφεί για έργα του Παλλαντζά κατά τη δεκαετία, ενώ το όνομά του είναι από τις πρώτες επιλογές μεγάλων συλλεκτών, ιδιωτών αλλά και επιχειρηματιών που τα προορίζουν για τις εταιρικές τους συλλογές. Το όνομά του, μάλιστα, συμπεριλαμβανόταν μαζί με άλλους σύγχρονους εικαστικούς στη λίστα με τις κορυφαίες υπογραφές του πρώτου ελληνικού art fund που επρόκειτο να δημιουργηθεί προ εξαετίας, λίγο πριν να χτυπήσει η κρίση και την πόρτα της αγοράς τέχνης. Είχαν προηγηθεί δύο καλές εμφανίσεις στo saleroom του οίκου Bonhams: το 2005 είχε αλλάξει χέρια η «Νεκρή Φύση» (λάδι σε καμβά, 105x90 εκ.) αγγίζοντας 4.648 ευρώ, ενώ το 2007 μια άλλη «Νεκρή Φύση» (λάδι σε καμβά, 23,5x75 εκ.) πουλήθηκε προς 3.719 ευρώ.
Πίνακές του απέκτησαν η Εθνική Πινακοθήκη, ο Βλάσσης Φρυσίρας και το ομώνυμο μουσείο του, η Αγροτική Τράπεζα, η Συλλογή Παπαστράτου, η ΑΓΕΤ Ηρακλής, η Πινακοθήκη της Φλώρινας, η Πινακοθήκη Κουβουτσάκη και άλλοι ιδιώτες σε Ελλάδα και εξωτερικό.
«ΟΙ ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕ ΕΜΜΟΝΕΣ»
Οσοι γνωρίζουν καλά τη ζωγραφική του Παλλαντζά ξέρουν πως έχει μια ψυχαναλυτική σχέση με τα μοντέλα του, αλλά και γενικώς με τον κόσμο γύρω του, ακόμα και με τους αγοραστές των έργων του.
«Για μένα οι συλλέκτες είναι άνθρωποι με εμμονές. Οπως ο καλλιτέχνης. Για αυτό κάποιοι συλλέκτες κολλάνε καλύτερα με συγκεκριμένους ζωγράφους. Συμπίπτουν οι εμμονές», περιγράφει, ενώ για το πώς αισθάνεται τους εμπόρους έργων τέχνης προτιμά να διηγηθεί το εξής:
«Θα σας πω για έναν άνθρωπο που συνάντησα πριν από χρόνια... Ηταν ο Στελιος Μπεργιελές. Τότε δεν ήταν έμπορος, αλλά συλλέκτης. Μου είχε πιάσει μια μέρα το χέρι και μου είχε πει “μη φοβάσαι τίποτα, τώρα είμαι εγώ”. Για χρόνια, λοιπόν, παρόλο που πια έχει πεθάνει, αυτό μου έδινε δύναμη να ζωγραφίσω!».
Με τους Κώστα και Νάσια Ευριπίδη, ιδιοκτήτες της ομώνυμης γκαλερί στο Κολωνάκι, όπου τρέχει η νέα του δουλειά, γνωρίστηκε το 2000. Τον είχε επισκεφτεί o κ. Ευριπίδης για να δει έργα του, όμως εκείνος δεν είχε κανένα έτοιμο και του πρότεινε να πάει σε έναν συνάδελφό του. Κάτι που εκτιμήθηκε πολύ.
«Ο Κώστας ερχόταν συχνά και αγόραζε έργα μου. Κάποια μέρα μου είπε: “Σκέφτομαι να κάνω μια γκαλερί”. Μου άρεσε η πρόθεσή του να στηρίξει την ελληνική τέχνη και στο εξωτερικό, όπως μου ανέφερε. Δεν με τρόμαξε το ότι ένας συλλέκτης θα έμπαινε στο εμπόριο, ο ίδιος άλλωστε είναι και μάνατζερ, λόγω του ότι είναι ιδιοκτήτης μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας (σ.σ.: Genesis), ανοιχτόμυαλος και μπορεί διαφοροποιηθεί από την εσωστρέφεια που υπήρχε παλιά. Που έκανες μια έκθεση και όλα τέλειωναν εκεί. Ο Κώστας και η Νάσια σε υποστηρίζουν να κάνεις αυτό που πιστεύεις χωρίς να σε καλουπώνουν», αποκαλύπτει σχετικά με τη συνεργασία του με την Evripides Gallery.
ΠΕΡΙ ΑΠΩΛΕΙΑΣ
ΚΑΙ... ΔΙΔΑΧΗΣ ΤΗΣ
«Η φίλη μου η Αγγελική (σ.σ.: πρωταγωνιστεί σε ένα από τα τελευταία έργα του) μου είχε πει κάποια στιγμή: “Προτιμώ να υποφέρω με κομψότητα”. Ολοι έχουμε απολέσει στη ζωή μας, αλλά σημασία έχει να μας βάλει σε μια διαδικασία ολοκλήρωσης και όχι να βγούμε ακρωτηριασμένοι από αυτό», εξομολογείται ο Χρήστος Παλλαντζάς κουβεντιάζοντας το θέμα της απώλειας, που είναι και ο κεντρικός άξονας της νέας του δουλειάς.
«Σίγουρα είναι κάτι που δεν ξέρουμε, δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε», λέει δείχνοντας τα πιο φωτεινά ή τα πιο σκοτεινά σημεία πάνω στους καμβάδες του, και στις δυο περιπτώσεις ασαφή, σαν μια πύλη προς το άγνωστο και το ανεξήγητο.
Οι συλλέκτες του του λένε πως αισθάνονται να τους βάζει σε ένα στάδιο μετάβασης. Μετά την απώλεια. «Ισως έχει να κάνει και με το γεγονός ότι τα μοντέλα που επιλέγω, όλα, έχουν υποστεί μία ή περισσότερες απώλειες. Τι έχουν χάσει, λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι που “παίζουν” στα έργα του Παλλαντζά; Δικούς τους ανθρώπους; Τη μνήμη τους; Την ευτυχία;».
Για το γυμνό ζευγάρι που είναι ξαπλωμένο στο στρώμα του κρεβατιού ο Παλλαντζάς θα απαντήσει: «Σίγουρα σε αυτούς υπάρχει έλλειψη επικοινωνίας. Αλλά αυτό δεν είναι και όλο το κοινωνικό πρόβλημα της εποχής μας;», διερωτάται.
Για τον Παλλαντζά δεν φτάνει μόνο να μπορεί να δείξει στον θεατή του ότι ξέρει να ζωγραφίζει καλά πόδια η όμορφα μήλα. Τον ενδιαφέρει ένας άλλος διάλογος, που μπορεί να δώσει ακόμα και ένα ημιτελές έργο. «Είναι κάτι μαγικό... Οταν εγώ το ένιωθα βλέποντας συγκεκριμένα έργα, ανακάλυψα ότι πίσω ήταν καλλιτέχνες απίστευτης μοναξιάς που ξεπέρασαν τον εαυτό τους». Ο Παλλαντζάς διδάσκει κατά κάποιον τρόπο το κοινό του, φίλους, συλλέκτες, επενδυτές, χάρη στη μεταδοτικότητα που έχει. Ισως δεν είναι τυχαίο το ότι έχει εργαστεί στην Παιδοψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» ως art-therapist.
«Ο ΤΕΤΣΗΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ»
Μιλώντας για την γκαλερί που τον ανέδειξε, ο κ. Παλλαντζάς αναφέρθηκε στην Γκαλερί Σκουφά και την Ελένη Καλλιγά. «Μάλιστα, είχε μεσολαβήσει ο Τέτσης... Τον θεωρώ πρίγκιπα... Οχι μόνο εξαιρετικό ζωγράφο, αλλά και δάσκαλο. Ηταν ο άνθρωπος που μίλαγε για τη ζωγραφική μου, διόρθωνε τα έργα, ερχόταν στις εκθέσεις με συμβούλευε. Με έβαλε και στον χώρο για να μπορέσω να ζήσω. Εχει αφήσει μια σπουδαία παρακαταθήκη σε τόσα παιδιά. Δεν θα ξεχαστεί ποτέ ο Τέτσης, είμαι σίγουρος», ανέφερε για τον μεγάλο εικαστικό, που έφυγε από τη ζωή στις 5 Μαρτίου.