Όταν βρισκόμαστε στα φανάρια ή βλέπουμε κάποιον άνθρωπο γενικά στα πεζοδρόμια, στα πάρκα κ.α. που χρειάζεται τη βοήθειά μας, φυσικά και θα του προσφέρουμε 50 λεπτά, 1 ευρώ, άντε 2, διότι δεν μπορούμε παραπάνω, αλλιώς μετά πρέπει να διανείμουμε όλα τα υπάρχοντά μας στους φτωχούς, και πάλι όμως δεν θα λυθούν τα προβλήματα, αφού θα υπάρχουν εκατομμύρια δυστυχισμένοι συνάνθρωποί μας. Συνεπώς το παράδειγμα αυτό θέλει να δείξει ότι ασφαλώς πρέπει να βοηθάμε τους πρόσφυγες, αλλά ώς εκεί που φτάνουν οι δυνάμεις μας.

Πέραν της προσφυγιάς, πρέπει να τονίσουμε πως υπάρχει και ένας ακόμη λόγος για να μεταναστεύσει κάποιος άνθρωπος από την πατρίδα του και να πάει σε ένα διαφορετικό κράτος. Ποιος είναι αυτός ο λόγος; Μα, φυσικά, μία καλύτερη ζωή και ευκαιρία για ένα μέλλον με περισσότερες προοπτικές και ευκαιρίες από αυτές που έχει ήδη, εφόσον η τύχη επέλεξε να γεννηθεί σε μία χώρα όχι παραγωγική. Ασφαλώς, όμως, πρέπει να καταλάβουμε πως είναι άλλο ο πρόσφυγας, που έχει υποστεί την ανελέητη πολεμική καταστροφή και ξεκληρίζεται οικογενειακώς με μικρά παιδιά, και άλλο ο μετανάστης. Εννοείται πως και οι δύο έχουν ανάγκη, όμως η κλίμακα του προβλήματός τους, όπως φαντάζομαι θα αντιλαμβάνεστε, διαφέρει κατά πολύ.

Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια το προσφυγικό έχει φτάσει σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο. Πρέπει να γνωρίζουμε πως κάθε λαός μπορεί να υποδεχτεί και να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε έναν συγκεκριμένο αριθμό ανθρώπων, ανάλογα με τον πληθυσμό που έχει και το χωροταξικό του μέγεθος. Εν ολίγοις, δηλαδή, δεν υφίσταται εντός κανενός λογικού πλαισίου μία χώρα που έχει 10 εκατομμύρια πληθυσμό, για παράδειγμα, να μπορέσει να ενσωματώσει στις τάξεις της πρόσφυγες ή μετανάστες από χώρες που έχουν 800 εκατομμύρια κατοίκους ή αντίστοιχα υψηλά νούμερα.

Πρέπει να αντιληφθούμε πως το πρόβλημα του μεταναστευτικού που ταλανίζει την Ελλάδα είναι πρόβλημα γενικότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, αν είχε ένα σωστό σκεπτικό και μία ορθή τακτική, θα έπρεπε δίχως άλλο να μοιράσει τους πρόσφυγες ανάλογα με τον πληθυσμό και το μέγεθος της κάθε χώρας.

Αντ’ αυτού, το σύνολο της Ευρώπης, δείχνοντας για άλλη μία φορά πως επί της ουσίας δεν πρόκειται για καμία «Ένωση» όπως λέει το όνομά της και πως αυτή η λέξη αντανακλά μόνο μία ουτοπική αλήθεια, δεν πράττει τίποτα προκειμένου να βοηθήσει την Ελλάδα, που είναι ο κύριος πυρήνας αυτού του προβλήματος, ενώ οι χώρες του Βορρά κλείνουν τα σύνορά τους και αφήνουν την πατρίδα μας, που έχει δείξει πέραν πάσης αμφιβολίας το πιο ανθρώπινο πρόσωπο απ’ όλες τις χώρες μαζί σε αυτά τα άτομα, να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εντελώς μόνη της. Άραγε, τι πρέπει να πράξουμε εμείς;

Ας είμαστε ρεαλιστές! Δεν μπορούμε να δεχτούμε όλον αυτόν τον αριθμό προσφύγων και μεταναστών που έρχονται κατά κύματα. Δεν είναι θέμα ρατσισμού ή οποιασδήποτε άλλης «στάμπας» επιδιώκει να προσάψει ο εκάστοτε ιδεαλιστής σε έναν άνθρωπο που απλώς αντιμετωπίζει την αλήθεια κατά πρόσωπο. Όσο καλή διάθεση και να έχεις, ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν ανάγκη να φύγουν από τις χώρες τους είναι απίστευτος και σε συνδυασμό με το ότι η χώρα μας δεν είναι και ιδιαίτερα μεγάλη συν την τεράστια οικονομική κρίση που έχει καταβαραθρώσει τους Έλληνες, κάνουν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Πιστεύω ότι αυτό που πρέπει να πράξουμε, πρώτον, είναι να διαχωρίσουμε τους μετανάστες από τους πρόσφυγες. Κάποιον άνθρωπο που δεν αντιμετωπίζει θέμα πολέμου στη χώρα του, άρα δεν είναι πρόσφυγας και απλώς έχει ανάγκη από μια καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτήν που βιώνει, τότε απλώς δεν μπορούμε να τον δεχτούμε. Βέβαια, ακόμα και έτσι, ο αριθμός και μόνο των προσφύγων παραμένει τεράστιος και το πρόβλημα δισεπίλυτο.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το προσφυγικό θέμα που ανέκυψε το ’22 με τους πρόσφυγες που ήρθαν διωγμένοι από τους Τούρκους (γίνεται πολλές φορές ατυχώς αυτή η σύγκριση) είναι διαφορετικό, διότι, πρώτον, εκείνοι οι άνθρωποι ήταν ακραιφνείς Έλληνες. Συνεπώς αφομοιώθηκαν εξαιρετικά εύκολα στην κοινωνία. Ο κάθε άνθρωπος που επιλέγει να πάει σε μία ξένη χώρα πρέπει να αποδέχεται την κουλτούρα και τις δομές της. Όσο διαφορετικό πολιτισμό, ιδέες, θρησκεία κ.λπ. έχεις με τη χώρα που πηγαίνεις, τόσο πιο δύσκολη είναι η προσαρμογή. Δεύτερον, ο αριθμός των Ελλήνων προσφύγων ήταν κοντά στο 1,5 εκατομμύριο, άρα, εύκολα ή δύσκολα, μπόρεσε η ελληνική κοινωνία να τους ενσωματώσει. Όμως σήμερα και με τους πολέμους που είναι εν εξελίξει, τα νούμερα είναι αδιανόητα και το σίγουρο είναι ότι αυτό το παγκόσμιο πρόβλημα που επικρατεί, όσο καλή θέληση και να έχει η Ελλάδα δεν μπορεί να το λύσει χωρίς καμία βοήθεια από κανέναν.

Ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη ασφαλώς και πρέπει να υπάρχουν, αφού άλλωστε μας διακρίνουν ως έθνος όπως έχει αποδειχτεί ανά τους αιώνες. Αλλά πρέπει να αντιληφθούμε ότι οφείλουμε να βοηθάμε μέχρι εκεί που μπορούμε και όχι στο όνομα της «συμπαράστασης» να πάψουμε να υπάρχουμε εμείς οι ίδιοι. Αυτό πρέπει όλοι να το έχουμε στον νου μας πολύ καλά, κι όπως λέει ο σοφός λαός «εκεί που φτάνει η χέρα σου κρέμα το, το καλάθι».