Του Κωνσταντίνου Μίχαλου 
προέδρου ΕΒΕΑ  

Την περασμένη εβδομάδα, κατά την ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο, ο πρωθυπουργός έθεσε ως στόχο της κυβέρνησης τη «δίκαιη ανάπτυξη». Με τη φράση αυτή επιχειρείται, όπως φαίνεται, να σηματοδοτηθεί το αφήγημα της επόμενης ημέρας, μετά τη διαφαινόμενη ολοκλήρωση της πολύμηνης διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Κανείς, βεβαίως, δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση στο συγκεκριμένο στόχο. Η οικονομία χρειάζεται επειγόντως ανάπτυξη, ώστε να υπάρξει στη συνέχεια δίκαιη αναδιανομή των καρπών της στην κοινωνία. 
Ωστόσο, μια ματιά στην πραγματικότητα δείχνει ότι μεταξύ των στόχων και των πράξεων υπάρχει σημαντική απόσταση. Για μια ακόμη φορά, η δημόσια συζήτηση στρέφεται γύρω από συνθήματα και συμβολισμούς, ενώ τα πραγματικά προβλήματα παραμένουν άλυτα. 
Είναι γνωστό ότι για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα θα χρειαστεί να κινητοποιηθούν επενδύσεις ύψους άνω των 100 δισ. ευρώ, τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με το σχέδιο του αναπτυξιακού νόμου που κατατέθηκε στη βουλή,  οι διαθέσιμοι πόροι για τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων μόλις που υπερβαίνουν το 1 δις ευρώ. Συγκεκριμένα, τα 3,6 δισ. ευρώ που δεσμεύονται για κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο του νέου αναπτυξιακού νόμου, τα 2,5 δισ. θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή παλαιών υποχρεώσεων και το υπόλοιπο 1,1 δισ. ευρώ, σε νέες ενισχύσεις. 
Ελλείψει επαρκών πόρων για άμεσες ενισχύσεις, ο νέος αναπτυξιακός νόμος προτάσσει την παροχή φορολογικών κινήτρων, με τη μορφή μικρών φοροαπαλλαγών και της δέσμευσης για διατήρηση σταθερού φορολογικού συντελεστή. Το να υπόσχεται, ωστόσο, το κράτος ότι θα διατηρήσει σταθερή την ισχύουσα – εξοντωτική – φορολογία για τα επόμενα χρόνια, μόνο κίνητρο δεν αποτελεί για τους επενδυτές.  
Στο πεδίο των εντυπώσεων κινείται και η δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα υπερασπιστεί  τον 13ο και 14ο μισθό στον ιδιωτικό τομέα. Εκτός του ότι η χώρα δεν έχει αναλάβει τέτοια υποχρέωση στο πλαίσιο του τρίτου μνημονίου –  το οποίο προβλέπει γενικότερα την εφαρμογή «καλών ευρωπαϊκών πρακτικών» – η συζήτηση αυτή αποπροσανατολίζει από το πραγματικό πρόβλημα, που είναι η εκτίναξη του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας. Αυτό το δυσβάστακτο κόστος είναι που διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, μειώνει το εισόδημα των εργαζομένων, αποτρέπει την αύξηση των θέσεων εργασίας και λειτουργεί ως αντικίνητρο για επενδύσεις. 
Θα περιμέναμε, λοιπόν, οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού για ανάπτυξη να συνοδεύονται από ένα συγκεκριμένο σχέδιο δράσης για τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των υφιστάμενων επιχειρήσεων και για την ενθάρρυνση της δημιουργίας νέων. Θα περιμέναμε συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την επιτάχυνση και την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στο κράτος και στην οικονομία, για τη μείωση παραγόντων κόστους όπως αυτοί της ενέργειας, της υψηλής φορολογίας, της γραφειοκρατίας κτλ.  
Εάν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες πολιτικές σε αυτούς τους τομείς, η ανάπτυξη δεν θα επιστρέψει και αυτό που θα πρέπει να μοιραστεί δίκαια στους πολίτες θα είναι ακόμη περισσότερη ύφεση και ανέχεια.