Η υπερφορολόγηση αιτία του κακού
Η πρόσφατη επί το δυσμενέστερο αναθεώρηση των εκτιμήσεων της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο εξάμηνο του 2016, επιβεβαιώνει ότι η ελληνική οικονομία βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στην ύφεση. Με βάση τα επικαιροποιημένα στοιχεία, που δημοσιεύθηκαν στα τέλη Αυγούστου, το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 0,9% το δεύτερο τρίμηνο του 2016, αντί 0,7% που ήταν αρχική πρόβλεψη, ενώ το πρώτο τρίμηνο, η μείωση ανήλθε σε 1% έναντι 0,8% της αρχικής πρόβλεψης. Όπως όλα μέχρι τώρα δείχνουν, η εκτίμηση για πτώση του ΑΕΠ κατά 0,3% στο σύνολο του 2016 θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επαληθευθεί, καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μηδενισμό της ύφεσης στο β’ εξάμηνο. Αντίθετα, με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην πραγματική οικονομία, η κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω.
Η βασική αιτία για την κατιούσα πορεία της ελληνικής οικονομίας είναι μια καταστροφική δημοσιονομική πολιτική, η οποία στηρίζεται στην υπερφορολόγηση, στοχοποιώντας ειδικότερα τον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για μια πολιτική που καταδικάζει την οικονομία σε ύφεση, οξύνοντας παράλληλα το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας. Η φοροδοτική ικανότητα πολιτών και επιχειρήσεων έχει εξαντληθεί προ πολλού, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στα στοιχεία για την εισπραξιμότητα του ΦΠΑ – 18% λιγότερες ήταν οι εισπράξεις σε σχέση με τον οφειλόμενο φόρο το πρώτο εξάμηνο του 2016 – αλλά και του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, όπου η απόκλιση των εσόδων σε σχέση με το στόχο έφθασε τα πρωτοφανή επίπεδα του 25%.
Λιγότεροι φόροι, τώρα, σε συνδυασμό με στοχευμένα, γενναία και ουσιαστικά μέτρα για τον περιορισμό των κρατικών δαπανών – όχι εικονικά, όπως η παρακράτηση επιστροφών ΦΠΑ και η συσσώρευση χρεών προς τους ιδιώτες προμηθευτές – είναι η μόνη βιώσιμη επιλογή για τη σωτηρία της ελληνικής οικονομίας. Για να συγκρατηθεί η ύφεση και για να αποτραπούν τα χειρότερα, με τη μορφή νέων δυσβάσταχτων μέτρων για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος προσαρμογής, χρειάζεται αλλαγή πολιτικής άμεσα.