Τα μέτρα που πρότεινε η ελληνική κυβέρνηση στη Σύνοδο Κορυφής της Τρίτης, υπό την ασφυκτική πίεση των πιστωτών είναι άκρως υφεσιακά. Συνιστούν μια άγρια φοροεπιδρομή, κυρίως στις επιχειρήσεις, η οποία θα επιφέρει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα στην οικονομία, στην αγορά και στην κοινωνία. 

Η αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων από 26% σε 29% σε συνδυασμό με την αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100% είναι βέβαια ότι θα οδηγήσουν σε σωρεία νέων λουκέτων στην αγορά, με θύματα και αυτή τη φορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και οι ισχυρότερες επιχειρήσεις, όμως, τιμωρούνται με επιπρόσθετο φόρο 12% στα κέρδη τους, πράγμα που σημαίνει ότι χάνουν στο «πηγάδι» του χρέους πολύτιμα κεφάλαια που θα μπορούσαν να διαθέσουν για νέες επενδύσεις.

Σοβαρές αρνητικές συνέπειες θα έχει και η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, η οποία δημιουργεί ένα ισχυρό αντικίνητρο για νέες προσλήψεις και πλήττει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων.  Η κυβέρνηση, έστω και την τελευταία ώρα, θα πρέπει να αναθεωρήσει τις θέσεις της αυτές που βάλλουν κατά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της επιχειρηματικότητας και να αναζητήσει ισοδύναμα μέτρα, στην κατεύθυνση κυρίως της πάταξης της φοροδιαφυγής και του περιορισμού της κρατικής σπατάλης, όπου υπάρχει. 

Η αναπτυξιακή βοήθεια, ύψους 35 δισεκατομμυρίων ευρώ, που υποσχέθηκε στη χώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην έξοδο από την ύφεση. Ωστόσο, χωρίς ένα βιώσιμο περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, τα οφέλη ακόμα και αυτής της ενίσχυσης θα είναι πρόσκαιρα.  Η επίτευξη συμφωνίας και η αποφυγή μιας καταστροφικής ρήξης με τους εταίρους εξακολουθούν να αποτελούν βασικά ζητούμενα. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από μέτρα που μπορούν, έστω και μεσοπρόθεσμα, να οδηγήσουν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και όχι σε μια νέα, βαθιά ύφεση.