Ένα προφανές εθνικό σύμπτωμα που σεργιανίζει στον δημόσιο βίο τα τελευταία χρόνια, και εν πολλοίς εξηγεί το “βάλτωμα” σε μια κρίση σύνθετη και πολυεπίπεδη, πολύ πιο βαθιά και περίπλοκη από την οικονομική ταυτότητα της χώρας, έχει να κάνει με τη δυστοκία να συναντούμε δίπλα και μπροστά μας, “μεγάλους Έλληνες”.

Δηλαδή, τις ισχυρές και καλλιεργημένες προσωπικότητες, που θα ξεχώριζαν στον τομέα τους, και με τον λόγο και την παρουσία τους θα συνέδραμαν σε μια δημιουργική αφύπνιση της κοινωνίας, η οποία παραδοσιακά επιλέγει το… νανούρισμα, αντί για την προωθητική ανησυχία.

Σήμερα, με αφορμή την επέτειο θανάτου του, ο εμβληματικός Μάνος Χατζιδάκις μας θυμίζει την απουσία τέτοιων μεγάλων Ελλήνων. Εξηγεί το εθνικό χειρόφρενο της ομαλής εξέλιξης προς το μέλλον. Και ανοίγει εκ νέου τη μεγάλη και επιτακτική συζήτηση για το γονιδίωμα του λαϊκισμού, που εκείνος από τους πρώτους εντόπισε, υπογράμμισε την επικίνδυνότητά του, και ουσιαστικά προέβλεψε ότι θα έτρωγε τις σάρκες του Ελληνισμού. Τσαλακώνοντας το εθνικό μέλλον κατά τρόπο μοιραίο, για τις τρέχουσες γενιές των Ελλήνων.

Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν δίστασε να τα βάλει με τον αυριανισμό, τότε που η… μιντιακή συνιστώσα του ΠΑΣΟΚ αυτοπροσδιοριζόταν ως ο παράγοντας που “γκρέμισε τον καραμανλισμό”. Προειδοποίησε τους Έλληνες να μην εφησυχάσουν, πόσο μάλλον να μην ενδώσουν: “Δυο είναι οι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού: Ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός”. Και συνέχιζε: “Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις”.

Δυστυχώς είχε εκκωφαντικό δίκιο. Η Ελλάδα συνήθισε τον λαϊκισμό. Τον συνήθισε. Και πλέον πληρώνει ακριβά το τίμημα της συγκατοίκησης μαζί του.