Η διαπραγμάτευση με τους εταίρους – δανειστές μπαίνει στην τελική ευθεία. Και όσο προχωράμε προς την τέλος του δράματος αποκαλύπτεται σε όλη του την έκταση το γεγονός ότι η κυβέρνηση είναι εγκλωβισμένη σε επιλογές που ξεπερνούν τις δυνάμεις της

Μπροστά της ανοίγονται δύο δρόμοι. Ο ένας δρόμος είναι αυτός της σύγκρουσης με τους εταίρους και της ρήξης. Η επιλογή αυτή θα έχει ανυπολόγιστες ζημιές για τη χώρα και ένα τεράστιο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση. Και ο άλλος δρόμος είναι αυτός της συμφωνίας. Μιας συμφωνίας συμβιβασμού, μιας επώδυνης συμφωνίας που ακόμα και αν η κυβέρνηση την περάσει από τη Βουλή θα αποτελεί για αυτή μια τεράστια πολιτική ταπείνωση.  

Η κυβέρνηση εξελέγη επικαλούμενη μία εντελώς διαφορετική συμφωνία που θα έφερνε ένα τέλος στη λιτότητα και την ύφεση και θα οδηγούσε σε μία επανεξέταση του ζητήματος του χρέους στη βάση μιας νέας ευρωπαϊκής συνθήκης για το χρέος.  Δυστυχώς για αυτήν όλα τα παραπάνω πήγαν περίπατο. Το χρέος είναι πλέον βιώσιμο, η κυβέρνηση δέχθηκε ότι θα λειτουργεί σε καθεστώς πλεονασμάτων, δηλαδή σε καθεστώς λιτότητας. Επίσης οι διακηρύξεις για διαγραφή μέρους του χρέους πήγαν περίπατο. Στις προτάσεις της προς τους θεσμούς η κυβέρνηση προτείνει αναδιάρθρωση του χρέους με επιμήκυνση των λήξεων των δανείων και μείωση των επιτοκίων, μία λύση που θυμίζει την αναδιάρθρωση του 2012 και το δαιμονοποιημένο  για τον ΣΥΡΙΖΑ τότε PSI. Για τη δε ύφεση καλύτερα να μην γίνεται λόγος καθώς η αβεβαιότητα είναι η μεγαλύτερη υφεσιακή πολιτική.  

Η κυβέρνηση ταπεινωμένη υποχωρεί πλησίστια στο πολιτικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης της προηγούμενης κυβέρνησης. Και αυτό αποτελεί για την ίδια την μεγαλύτερη πολιτική της ήττα. Η πραγματικότητα της επόμενης μέρας με συμφωνία ή ρήξη, ξεπερνά κατά πολύ τις κυβερνητικές αντοχές. Για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα τα δύσκολα τώρα αρχίζουν.