Σε πόσα κομμάτια θα "σπάσουμε" τον πίνακα;
<p>Πώς δύο ή περισσότεροι αγοραστές βάζουν τα λεφτά τους στο χρηματιστήριο τέχνης, μοιράζοντας τα κέρδη και μειώνοντας το ρίσκο</p> <p> </p>
«Αν είχα γερό κεφάλαιο, τότε θα μπορούσα να αγοράσω έναν πίνακα μιας καλής υπογραφής». Πολλοί από αυτούς που δοκιμάζουν την τύχη ή τις γνώσεις τους σε άλλες αγορές αισθάνονται μειονεκτικά απέναντι στους επενδυτές της αγοράς τέχνης.
Ο βασικότερος λόγος δεν είναι η έλλειψη εμπειρίας ή γνώσεων, αλλά η οικονομική αδυναμία.
Μύθος το «χοντρό» πορτοφόλι
Πολύς κόσμος δεν έχει καν συλλάβει την έννοια της αγοράς τέχνης ως asset. Θεωρεί πως για να αποκτήσει κανείς εκατομμύρια από την πώληση ενός πίνακα πρέπει να έχει στην άκρη άφθονο κεφάλαιο. Αφήστε δε που υπάρχει και ο φόβος του ρίσκου…
Εν μέρει έχουν δίκιο να σκέφτονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Διότι, όπως και να το κάνουμε, είναι αλλιώς να έχει τη δυνατότητα κάποιος να σηκώνει το τηλέφωνο και να χτυπά σε μια δημοπρασία έναν πίνακα του Picasso ή του Warhol αγοράζοντάς τον για 5, 10 εκατομμύρια.
Ομως, υπάρχει μια βασική λεπτομέρεια: Για να έχει κάποιος κέρδος από την αγορά τέχνης, δεν χρειάζονται απαραίτητα εκατομμύρια στην τσέπη. Για να μπορέσει κανείς να επενδύσει σε καλά έργα υπάρχουν δύο βασικές μέθοδοι:
Η μία αγγίζει τις λιγότερο «βαριές» κατηγορίες, δηλαδή έργα πολύ χαμηλότερου budget από τα blue chips. Για τους πιο τολμηρούς ή πιο δικτυωμένους υπάρχει πάντα η εναλλακτική των ανερχόμενων καλλιτεχνών. Ο άλλος τρόπος, ο οποίος έχει αρχίσει να προσγειώνεται ως τάση και στα ελληνικά εδάφη, είναι η επένδυση σε έναν πίνακα από δύο και περισσότερους αγοραστές, οι οποίοι θα μοιραστούν τα κέρδη.
Με άλλα λόγια, μια ομάδα επενδυτών αγοράζει σε συνεργασία έναν πίνακα. Σπάνε, δηλαδή, κατά μία έννοια σε δύο ή περισσότερα «κομμάτια» έναν πίνακα, στην περίπτωση που επενδύουν ισόποσα ποσά. Μπορούν όμως και να διαχωρίσουν τα μεγέθη: Για παράδειγμα, άλλος να βάλει το 5% και άλλος το 25%. Αντί, λοιπόν, να περιμένουν πώς και πότε θα είναι σε θέση να αγοράσουν μόνοι τους έναν πίνακα, «παίζουν» ένα μικρό ποσό χρημάτων σε καλούς πίνακες κερδίζοντας κάθε φορά από τη μεταπώλησή τους κάτι παραπάνω και μειώνοντας αυτόματα το ρίσκο.
Τέτοιοι επενδυτές είναι συνήθως επιχειρηματίες, δικηγόροι, άνθρωποι από τον ιατρικό και τον φαρμακευτικό κλάδο και άνδρες ηλικίας 35-55 που έχουν δοκιμάσει να βγάλουν κέρδη από άλλες αγορές όπως το χρηματιστήριο μετοχών, το forex και το real estate. Στήνουν στην ουσία ένα παρεΐστικο, άτυπο fund θεωρώντας ιδιαίτερα διασκεδαστική και ελκυστική την αγορά τέχνης, ενώ αισθάνονται ότι τους προσδίδει κοινωνικό και ταυτόχρονα πολιτιστικό status.