Του Νίκου Σίμου

Η από καιρό προαναγγελθείσα επιχείρηση εκκένωσης του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ τελικώς πραγματοποιήθηκε. Η κόντρα πάντως μεταξύ εργαζομένων και συνδικαλισμού, από τη μία πλευρά, και κυβέρνησης από την άλλη, έληξε με μία θλιβερή ισοπαλία και ένα εξ ίσου θλιβερό θέαμα. Κι αυτό διότι οι μεν πατριωτικές αντιστάσεις του ισχυρού και ανέκαθεν κομματικοκινούμενου  συνδικαλισμού της ΕΡΤ εξελίσσονταν σε κωμωδία, υπό την έννοια ότι μία δημόσια επιχείρηση ανήκει στο κράτος και όχι στους εργαζομένους που σιτίζονται από αυτό. Η δε κυβέρνηση σε μία αφελή όσο και ερασιτεχνική πρωτοβουλία της έκλεισε την Δημόσια Τηλεόραση κάνοντας –μέχρις στιγμής τουλάχιστον- μία μεγαλοπρεπή τρύπα στο νερό. 

Θα τολμούσα να πω ότι μεταξύ κατεργαρέων, δηλαδή εργαζόμενων και συνδικαλισμού από την μία πλευρά και κυβέρνησης από την άλλη –αυτό θα ίσχυε για κάθε κυβέρνηση αν βρισκόταν στη θέση της σημερινής – δεν υπήρξε ειλικρίνεια, όπως λέει και η λαϊκή θυμοσοφία. Εξηγώ τι εννοώ.

Η βασική διαχρονική ευθύνη των πολιτικών συνίσταται στο ότι κολάκευσαν την κοινωνία κλείνοντας τα μάτια στη διαφθορά της, για πελατειακούς και ψηφοθηρικούς λόγους. Και βεβαίως διότι κομματικοποίησαν το κράτος. Για την τελευταία αυτή διαπίστωση  περί καταστροφικής κομματικοποίησης του κράτους ένα τρανατχτό παράδειγμα  υπήρξε η κρατική Ραδιοτηλεόραση. Η οποία, αρχής γενομένης από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 και με τη σκυτάλη να την παίρνουν –έστω και με καθυστέρηση- οι κυβερνήσεις της ΝΔ (αμφότερες δε με συμπαίκτες τη ροζ Αριστερά) αποτέλεσε το επαγγελματικό καταφύγιο των ημετέρων. Το τραγικό αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο τα αρχικά ελλείμματα που δημιουργήθηκαν και που με αυξήσεις των εισφορών και με δραστικό περιορισμό του προσωπικού άρχισε η ΕΡΤ να έχει πλεονάσματα –προκειμένου να τα παίρνει, βεβαίως, το κράτος για να βουλώνει τρύπες του Προϋπολογιμσού και όχι να αναβαθμισθεί η δημόσια Τηλεόραση. 

Ο περιορισμός του προσωπικού που περιελάμβανε και την  απόλυση πριν από τρία χρόνια 1047 συμβασιούχων αποκάλυπτε τις εξής στρεβλώσεις. 

Πρώτον έμειναν χωρίς δουλειά αυτοί που ήσαν υποχρεωμένοι να δουλεύουν σκληρότερα από τους μονίμους, οι οποίο πρόλαβαν να δέσουν το γαϊδάρό τους, χάρις στις κομματικές τους προσβάσεις.

Δεύτερον ενώ εξεδιώχθησαν αυτοί  που δούλευαν σκληρότερα προκειμένου να διατηρήσουν τη δουλειά τους, φρόντιζαν τα κόμματα  να βολεύουν ως προσωπικό ειδικών θέσεων αυτούς που είχαν «μπάρμπα στην Κορώνη».

Τρίτον αποδείχτηκε διαχρονικώς  ότι  τα δύο μεγάλα κόμματα –το ένα έχει γίνει βεβαίως απειροελάχιστο- (συν αυτό της ροζ Αριστερούλας που μετεξελίχθηκε σε δεύτερο κόμμα και τελευταίως, ίσως και πρώτο) θεωρούσαν εναλλάξ βιλαέτι τους την ΕΡΤ όπου φρόντιζαν να αποκαθιστούν, επί μία τριακονταετία, κάθε πράσινο ή γαλάζιο (ή ροζ) πικραμένο.

Στην Μεταπολίτευση, η πεποίθηση αυτής της λογικής και, γιατί όχι, της αντίληψης περί κομματικής ιδιοκτησίας της δημόσιας  τηλεόρασης,  «ξεχείλωσε» σε σημείο ώστε, ειδικώς στα χρόνια της δεκαετίας του ’80, η δημόσια τηλεόραση να είναι κατ’ ευφημισμόν δημόσια, αφού οι πολιτικές παρεμβάσεις καθόριζαν όχι μόνο τον τρόπο λειτουργίας της, αλλά και το δημοσιογραφικό, (πολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό της) περιεχόμενο. 

Βλέποντας την ΕΡΤ, όσο λειτουργούσε,  μέσα από ένα καθαρά πολιτικό πρίσμα μπορεί κανείς να πει ότι πολλές φορές υπήρχε παρέκκλιση από τη βασική υποχρέωσή της να ικανοποιεί όλο τον κόσμο που πληρώνει, ανεξαρτήτως που κομματικά ανήκει, αφού το ανταποδοτικό τέλος το πληρώνουν, αναγκαστικώς, πολίτες μπλε, πράσινοι, κόκκινοι, ροζ και φαιοί.

Αμφιβάλλω αν αυτό που θα δημιουργηθεί πάντως στη θέση της παλιά ΕΡΤ είτε θα είναι αντίστοιχο προς τη δυναμική και την ποιότητά της είτε  ΔΕΝ θα εξακολουθήσει να είναι κομματικό βιλαέτι, ερήμην όσων θα συνεχίσουν να καταβάλουν την εισφορά τους....Ως γνωστά κορόϊδα...