Του Νίκου Σίμου

Ίσως οι κυβερνήσεις που διατηρούν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και έχουν συμπαγή κοινοβουλευτική ομάδα –συντελούσης και της κομματικής πειθαρχίας- θα πρέπει να εύχονται να υποβάλει προτάσεις δυσπιστίς η εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση. Κι αυτό για δύο λόγους. Διότι όπως έχει αποδείξει η εμπειρία της Μεταπολίτευσης: 

(α) Επιτυγχάνεται συσπείρωση του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, τα μέλη του οποίου, παρ’ όλες τοις διαφωνίες που μπορεί να έχουν με  την κυβερνητική  πολιτική δεν ανέχονται να αποτελέσει ένα αντίπαλο κόμμα τον λόγο για τον οποίον θα πέσει η κυβέρνησή τους και, επιπλέον, εξ αιτίας αυτού του λόγου, δηλαδή εξ αιτίας του πολιτικού αντιπάλου, χάσουν οι ίδιοι την βουλευτική ιδιότητα. Θα προτιμούσαν αυτοί οι ίδιοι οι βουλευτές να είναι οι υπαίτιοι της πτώσης μιας κυβέρνησης, ώστε να ηρωποιηθούν λ.χ. στο τοπικό εκλογικό σώμα που τους εκλέγει, στην περίπτωση που η πίεση από τους συγκεκριμένους ψηφοφόρους του βουλευτή είναι μεγάλη, όταν παρατηρείται μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια εξ αιτίας μέτρων που θίγουν συλλογικώς μία τοπική κοινωνία.

(β) Μπορεί μία κυβέρνηση, η οποία κερδίζει την ψηφοφορία σε μία πρόταση δυσπιστίας, διακαιολογημένα να υποστηρίξει ότι η κατ’ αυτής μομφή μετατρέπεται σε πρόταση εμπιστοσύνης, αφού αυτό το αποτέλεσμα έβγαλε η ψηφοφόρία στη Βουλή. Καθώς και ότι είναι αναβαθμισμένη για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της.

Έτσι πτρέπει να ερμηνευθεί και το χθεσινό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή με αφορμή την πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ. Αν θέλαμε βεβαίως να υπεισέλθουμε σε πιο ουσιαστικές λεπτομέρειες, θα οφείλαμε να πούμε ότι η κυβέρνηση κέρδισε μία κονοβουλευτική μάχη, ότι δεν κινδυνεύει, αν δεν περάσει ένα εξάμηνο από την κατάθεση άλλης πρότασης δυσπιστίας και ότι, ενισχυμένη, αφού την ψήφισαν οι βουλευτές των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης–πλην μιας δυο εξαιρέσεων- μπορεί να πάει να συνεχίσει τις επαφές της με την τρόϊκα, από θέσεως όμως αντίστασης σε παραλογισμούς των δανειστών. 

Η κοινοβουλευτική μάχη της κυβέρνησης κερδήθηκε και θεωρητικώς τουλάχιστον, στο μέτρο που οι βουλευτές εκπροσωπούν την κοινωνία που τους ψηφίζει θα μπορούσε να πει κανείς ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι και επιβεβαίωση μιας έμμεσης λαϊκής εντολής. Πολύ  θεωρητική βεβαίως είναι η ερμηνεία αυτή. Διότι τα συναισθήματα της κοινωνίας είναι μεταξύ απελπισίας και οργής. Πράγμα που σημαίνει ότι ναι μεν κερδήθηκε η κοινοβουλευτική μάχη δεν έχει κερδηθεί και ο πόλεμος με τις σημερινές διαθέσεις του ελληνικού λαού.