Tου Νίκου Σίμου

Ασφαλώς και δεν πρέπει να είναι κανείς συντηρητικών απόψεων για να αισθάνεται λίγο άβολα και αμήχανα όταν γίνεται συζήτηση για γάμους μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Έχοντας εξοικειωθεί με την προοδευτική μεταβολή των συνθηκών ζωής αλλά και τον απογαλακτισμό της κοινωνίας από τον ακραίο πουριτανισμό, οι σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου στην χειρότερη περίπτωση να προκαλούν την αμηχανία που προανέφερα. ’λλωστε έστω και αν χρειάστηκαν ακόμη και αιώνες για να προσαρμοσθούμε σε άλλες αντιλήψεις, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά που σε ορισμένους κακοφαίνονται τώρα, δεν συνέβαιναν από τότε που συγκροτήθηκαν και οι πρώτες κοινωνίες.

Πάντοτε διατηρείτο το φιλοσοφικό ερώτημα αν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που ορίζουν τα όρια και την έννοια της ηθικής. Καλώς ή κακώς υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες δεν θεωρείται ανήθικο αυτό που σε άλλες θεωρείται ηθικό. Και όπως ο Θεός ενός λαού είναι, γι΄’ αυτόν τον λαό, καλύτερος από τον Θεό ενός άλλου λαού, έτσι και η σχετικότητα στην έννοια του τι είναι ηθικό και τι ανήθικο προσδιορίζεται από τα πιστεύω και τους κανόνες της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Καλώς ή κακώς.

Ως προς το συγκεκριμένο θέμα του συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ομοφύλων, αυτό έχει πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που του αναλογούν. Έχει πάρει και διαστάσεις πολιτικές καθώς οι αντιδρώντες λαμβάνουν υπ’ όψιν, προφανώς, είτε τη συντηρητικότητα των τοπικών κοινωνιών που τους εκλέγει αλλά, κυρίως, την πανίσχυρη επιρροή της Εκκλησίας στο τοπικό εκκλησίασμα. Και η Εκκλησία είναι ως γνωστόν καθέτως αντίθετη. Εδώ βεβαίως υπεισέρχεται ένα άλλο θέμα που είναι οι ερμηνείες που δίνουν οι άνθρωποι –διότι και οι υπηρετήσαντες ανά τους αιώνες την Εκκλησία άνθρωποι είναι- στα ιερά κείμενα, στη θρησκευτική παράδοση και στις διδασκαλίες. Και είναι επίσης γνωστόν ότι, ενδεχομένως, ο Θεάνθρωπος θα έφριττε από τον τρόπο που ερμηνεύτηκε η διδασκαλία του αλλά και το πως «προσαρμόστηκε» στα διαχρονικά συμφέροντα της κοινωνίας των ιερωμένων, κυρίως αυτών της υψηλής βαθμίδας.

Στο συγκεκριμένο θέμα επειδή η υποκρισία περισσεύει και επειδή σημασία έχουν τα επιφαινόμενα και όχι η ουσία, θα μπορούσε να βρεθεί μία λύση που θα έσωζε τα προσχήματα. Διότι αυτά πρέπει να διασωθούν. Επειδή λοιπόν το ζήτημα είναι νομικό –

δηλαδή δύο άνθρωποι που συζούν επι πολλά χρόνια επιθυμούν να έχουν αμοιβαία περιουσιακά δικαιώματα- και επειδή η λέξη συμβίωση προκαλεί, όταν πρόκειται για δύο άτομα του ιδίου φύλου, ας αλλάξει η ονομασία του συμφώνου! Ας αναγνωρίζεται λ.χ. η δικαιοπραξία μεταξύ δύο ατόμων και ας ονομασθεί «δικαίωμα διάθεσης περιουσιακών στοιχείων» ή ας ονομασθεί με ό, τι άλλο υποκριτικό κάλυμα αποφασίσει ο νομοθέτης!

Η ουσία δεν βρίσκεται στις λέξεις. Η ουσία βρίσκεται σ’ αυτό που είχε πει ένας πατέρας στον γιό του, αφού τον είχε στείλει σε γυναίκα, όταν είχε φτάσει αυτός σε ηλικία συνεύρεσης. Αφού ικανοποιήθηκε ο πατέρας που άρεσε στο γιό του αυτό που συνέβη του είπε τελικώς: «Τώρα μπορείς να αποφασίσεις τι θα γίνεις... Δικαίωμά σου να γίνεις π.....της. Όμως π....στιες να μην κάνεις»!!!