Του Νίκου Σίμου

Η απολογία στον ανακριτή Διαφθοράς του πρώην στελέχους του υπουργείου Εθνικής Αμύνης κατά την θητεία, ως αρμοδίων υπουργών, των κκ. Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου και, κυρίως τα όσα είπε περί διακίνησης πολλών εκατομμυρίων ως «επιβράβευση» αυτών που ενέκριναν την προμήθεια σε συγκεκριμένους κατασκευαστές τουλάχιστον οκτώ εξοπλιστικών προγραμμάτων, αποτελεί μία από τις πλέον θλιβερές περιπτώσεις της ελληνικής Ιστορίας. Κι αυτό διότι όσοι ευρέθησαν ένοχοι και όσοι μένουν ακόμη να βρεθούν ασέλγησαν ουσιαστικώς στο κορμί της πατρίδος τους.
Η ανάγκη για συνεχή ενίσχυση ή ανανέωση του  αμυντικού εξοπλισμού της χώρας και μάλιστα σε αναλογία πολύ μεγαλύτερη από τους εξοπλισμούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών, γίνεται για συγκεκριμένους λόγους τους οποίους οι άλλες χώρες δεν έχουν. Και ο νοών νοείτω. Είναι προμήθειες που πληρώνονται από το υστέρημα του ελληνικού λαού και αποβλέπουν στην διατήρηση της ακεραιότητας της χώρας έναντι κάθε έξωθεν επιβουλής. Αυτός ο σκοπός, ιδωμένος στο πλαίσιο της ιστορικής πορείας της χώρας, είναι περίπου ιερός. Όσοι επομένως καίτοι αρμόδιοι για την ενίσχυση αυτή της πατρίδος τους θεώρησαν την εθνική αυτή ανάγκη ως ευκαιρία δικού τους πλουτισμού έχουν διαπράξει αδίκημα ισοδύναμο με εσχάτη προδοσία. Η πατρίδα τους, τους ανέθεσε την εξασφάλιση της άμυνάς της και αυτοί πρόδωσαν την εμπιστοσύνη της, πλουτίζοντας σε βάρος της και σε βάρος του λαού της.
Η έρευνα, με αφορμή και τις νέες αυτές αποκαλύψεις πρέπει να προχωρήσει σε βάθος και όσον αφορά στην έκταση της διαφθοράς στο υπουργείο Αμύνης, σε όλα τα επίπεδα, αλλά και σε βάθος χρόνου. Και η τιμωρία πρέπει να είναι μεγάλη, χωρίς ελαφρυντικά και χωρίς συναισθηματισμούς, για τους λόγους που προανεφέρθησαν. Οι ένοχοι συματριώτες μας «εμήδισαν» και πρέπει να πληρώσουν ακριβό τίμημα για την προδοσία τους...