του Νίκου Σίμου

Παίρνοντας αφορμή από ένα e-mail που μου προώθησαν και στο οποίο περιγραφόταν η ξενομανία των Ελλήνων όσον αφορά στα εισαγόμενα προίόντα που κατανάλωναν ή χρησιμοποιούσαν, επιβεβαίωσα αυτό που επί χρόνια ίσχυε στη χώρα μας. Ότι η καταναλωτική ροπή προς τα εισαγόμενα ισχύει διότι όταν μία χώρα δεν παράγει, οι κάτοικοί της από κάπου πρέπει να προμηθεύονται τα είδη που χρειάζονται είτε είναι πρώτης ανάγκης είτε όχι. Κατά συνέπειαν εφ’ όσον δεν υπάρχει παραγωγική δομή στη χώρα είναι επόμενο και να βασίζεται σε εισαγωγές αλλά και να είναι περιορισμένες οι θέσεις εργασίας. Γι αυτό άλλωστε και επί πολλά χρόνια η ανεργία αντιμετωπιζόταν με την εργασία στο δημόσιο. Και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε.

Το περιεχόμενο του e-mail περιγράφει τη ζωή ενός συμπατριώτη μας ο οποίος ξυπνάει το πρωί από το κουδούνισμα του ξυπνητηριού του ελβετικού τολογιού του. Σηκώνεται από το κατασκευασμένο στη Σουηδία κρεβάτι του. Φτιάχνει τον βραζιλιάνικο καφέ του. Ξυρίζεται με την ξυριστική μηχανή του που έχει κατασκευασθεί στη Γερμανία. Βάζει το αποσμητικό του που είναι βελγικό. Φοράει το πουκάμισό του που έχει κατασκευασθεί φασόν στην Τουρκία. Τα εσώρουχά του που είναι φτιαγμένα στο Μπανγκλαντές. Το σινιέ τζην του, το οποίο όμως είναι made in Sri Lanka και τις κάλτσες του που είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Ακολουθούν τα ιταλικά παπούτσια του. Το πρωϊνό του περιλαμβάνει αυγά που είναι βρασμένα στην ηλεκτρική κουζίνα που είναι κατασκευασμένη στην Κορέα, λίγο Ολλανδικό τυρί Gooda ή Mylner Γερμανίας, ένα λουκάνικο Φραγκφούρτης, με λίγη ντομάτα Ισραήλ, μήλα Χιλής και πορτοκάλια Αργεντινής.

Πριν φύγει για τη δουλειά του ρίχνει μια ματιά στο laptop που είναι ιαπωνικό. Κλείδωσε την πόρτα ασφαλείας που είναι καναδικής προέλευσης, ενεργοποίησε τον συναγερμό που είναι αμερικανικός, μπήκε στο ισπανικό αυτοκίνητό του, έβαλε βενζίνη από τη Σαουδική Αραβία καιν ξεκίνησε το ψάξιμο για να βρει καμμιά δουλειά στην... Ελλάδα, έχοντας εκτυπώσει προηγουμένως τις συστατικές επιστολές που του είχαν δώσει σε εκτυπωτή κατασκευασμένο στη Μαλαισία.

Όσο και αν μοιάζει υπερβολική η ιστορία, κατά 70% τουλάχιστον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Στην ελληνική πραγματικότητα. Και μόνο να σταθούμε στα αγροτικά προϊόντα που εισάγουμε, παίρνουμε ένα μικρό δείγμα της ελληνικής παραγωγικής υστέρησης.

Αν αύριο μας χάριζαν λ.χ. όλα τα χρέη που έχουμε, το βεβαίο είναι ότι σε λιγότερο από πέντε χρόνια θα χρειαζόταν και πάλι να αρχίσουμε να δανειζόμαστε, μέχρι να καταλήξουμε πάλι στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Και το αύριο παραμένει επώδυνο. Διότι μέχρι να ξαναφτιάξουμε την αγροτική παραγωγή που είχαμε ώστε να εξασφαλίσουμε την αυτάρκειά μας και μέχρι να αναπτύξουμε και πάλι τις βιοτεχνίες του παρελθόντος ή στοιχειώδεις βιομηχανίες θα χρειαστεί χρόνος. Χρόνος, που και αυτός θα περνάει με δανεικά...