Είναι στην ώρα του, με μια σπάνια για καλλιτέχνη συνέπεια. Διαθέτει επίσης την έμφυτη ευγένεια να μη με φέρει σε δύσκολη θέση για την ελαφρά καθυστέρησή μου. Είχε εντωμεταξύ προλάβει να τηλεφωνήσει στο γραφείο και ξεκαρδισμένος στα γέλια να σχολιάσει: «Πού ακούστηκε ο συνεντευξιαζόμενος να φθάνει πριν από τον συνεντευξιάζοντα;» Ο Κώστας Βουτσάς είναι στη ζωή του όπως και στις ταινίες: διασκεδαστικός. Είναι επίσης αξιαγάπητος. Το βλέπεις από τον τρόπο που οι άνθρωποι από τα διπλανά τραπέζια σηκώνονται να τον χαιρετήσουν, το παρατηρείς από την τρυφερότητα με την οποία τον εξυπηρετούν οι σερβιτόροι. Η συζήτησή μας ξεκινά από τα αθλητικά. «Μου είχες πει ότι ήσουν ΠΑΟΚτσής και σε είδα στην παρουσίαση του γηπέδου της ΑΕΚ», του επιτίθεμαι με δηκτική διάθεση. «Εγινα ΠΑΟΚ όταν πήγαμε στη Θεσσαλονίκη, αλλά από έξι ετών, όταν ζούσαμε στην Αθήνα, ο πατέρας μου με πήγαινε στους αγώνες της ΑΕΚ. Είναι και οι δύο κωνσταντινουπολίτικες ομάδες», απολογείται γλυκά.

«Είμαστε ένας λαός εμφυλιογενής. Μας έφαγε το βόλεμα και ο ωχαδερφισμός», δηλώνει ο δημοφιλής ηθοποιός.


Και τότε συμβαίνει κάτι μαγικό. Σαν ορμητικός χείμαρρος οι αναμνήσεις υπερχειλίζουν τα πάντα. Η σύλληψή του από έναν ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, γιατί μαζί με τον πατέρα του πήγαιναν στους εξώστες των κινηματογράφων και πετούσαν προκηρύξεις «αντεθνικού» περιεχομένου. «Τότε αγάπησα το σινεμά», τονίζει. Η ανάγκη τον οδήγησε να κάνει δουλειές του ποδαριού, από κασελάς, λαμόγιο σε ρουλέτα και λαθρέμπορος καπνού (πήγαινε «στούκας» στη στρατιωτική βάση των Βρετανών και τα αντάλλασσε με αμερικανικά τσιγάρα) μέχρι συνεργάτης παπατζήδων. Το μάθημα που του έδωσε η μητέρα του και τον κράτησε μακριά από τις κακοτοπιές: «Πρόσεξε, παιδί μου, μην πας στη φυλακή και πουν “ο γιος του κομμουνιστή είναι αλήτης”».

Η θεωρία του περί αλητείας έχει κάπως εκσυγχρονισθεί. «Εάν πεις σήμερα έναν πολιτικό, αλήτη, βρίζεις τους αλήτες», δηλώνει ανερυθρίαστα την ώρα που παραγγέλνει ένα υγιεινό ποτό, χωρίς να πει το όνομά του. Το ουίσκι, διότι περί αυτού πρόκειται, φθάνει μαζί με την παραγγελία. Σαλάτα ρόκα με καπνιστή μπριζόλα, ρόδι, βαλάκι Ανδρου, κάσιους και πεπαλαιωμένο μπαλσάμικο. Φρέσκιες ταλιατέλες με κόκορα λεμονάτο και φέτα. Φιλετάκια κοτόπουλου με γλυκόξινη σάλτσα, ανανά και άγριο ρύζι. «Αυτό το μαγαζί εμείς το φτιάξαμε, με τον Δαλιανίδη και τη Μάρθα Καραγιάννη. Ερχόμασταν μετά το θέατρο κάθε βράδυ και μέναμε μέχρι πρωίας», εξηγεί την επιλογή του εστιατορίου «Αγορά» επί της οδού Βεντήρη.


Η διάθεσή του για ζωή είναι έκδηλη και μεταδοτική. «Θα σου πω ένα μυστικό», λέει συνωμοτικά. «Εμείς μαζί με τον Γούντι Αλεν, τον Μπερλουσκόνι, τον πώς τον λένε αυτόν τον πλεϊμπόι και τον Ελύτη ανήκουμε σε μια ομάδα που συνδέεται με κοπέλες με διαφορά ηλικίας τουλάχιστον 45 χρόνια. Αυτό θα σε κρατήσει νέο». Η εργασιομανία του επίσης είναι παροιμιώδης. Αυτή τη στιγμή πρωταγωνιστεί σε μια παιδική παράσταση στο θέατρο «Ζίνα», συμμετέχει στο σίριαλ «Με τα παντελόνια κάτω» του Mega, ενώ ετοιμάζεται να παίξει στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη το καλοκαίρι και στην «Ιστορία της Σμύρνης» της Μιμής Ντενίση, τον χειμώνα.


Η ανεργία στον χώρο του τον στενοχωρεί, όπως και η δυστυχία που έχει ενσκήψει σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού. «Γίναμε το πείραμα της Ευρώπης από τη χιτλερική Γερμανία. Ολη η Ευρώπη είναι υπό γερμανική κατοχή. Αυτός ο λαός είναι γεννημένος για να κατακτά. Ο δικός μας ο λαός, αντιθέτως, είναι εμφυλιογενής. Είμαστε της νοοτροπίας “να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα”. Η μόνη φορά που ήμασταν ενωμένοι ήταν στην Κατοχή κατά των Γερμανών. Είμαστε μια ευλογημένη χώρα με καταραμένους κατοίκους. Μας έφαγε το βόλεμα και ο ωχαδερφισμός. “Πάμε να κατεβούμε στο Σύνταγμα”, σου λέει ο άλλος κι εσύ απαντάς: “Βεβαίως, να κατεβείτε”». Ο ίδιος ψηφίζει ΚΚΕ, γιατί θεωρεί ότι είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να κάνει τη ζωή δύσκολη στους κυβερνώντες. «Δεν είμαι, δεν μπορώ να είμαι κομμουνιστής», σπεύδει να διευκρινίσει, «αλλά δεν αντέχω τους υπαλλήλους των ξένων, που έχουν ξεπουλήσει το κράτος».

Για τη Χρυσή Αυγή ο συνομιλητής μου πιστεύει ότι «ο κοσμάκης θέλει κάπου να ξεσπάσει, αλλά το κάνει με τον λάθος τρόπο». Οσο για τη δική του κάθοδο στην πολιτική, ήταν και είναι κάθετος. «Εμένα με αγαπάνε και οι δεξιοί και οι αριστεροί. Δεν μπορώ να προδώσω την αγάπη τους κατεβαίνοντας με ένα κόμμα». Την ώρα του καφέ επισημαίνει ένα σημάδι ραγιαδισμού. «Είμαστε η μοναδική χώρα του κόσμου όπου λέμε “λιγάκι καφεδάκι”», και δεν έχει άδικο.