Πάνε πολλά χρόνια από εκείνο το ταξίδι.

Δεν θυμάμαι καν για πού. Ούτε το γιατί. Ούτε με ποιον. Στιγμές και πρόσωπα έχουν υποχωρήσει από τη μνήμη σαν ταπεινοί κομπάρσοι, αφήνοντας στο κέντρο της τη λαμπερή σταρ που περίμενε μπροστά μου στον έλεγχο διαβατηρίων. Πλάι της, ο σύζυγός της, γύρω της κόσμος που τη χειροκροτούσε σιωπηλά με το βλέμμα του - πόσο λαμποκοπούσε ολόκληρη μέσα στο κατάλευκο φουστάνι της, μια αστραφτερή οπτασία ανάμεσα σε κοινούς θνητούς… Κι ύστερα, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, σαν να πάτησε έναν διακόπτη κι όλα να έσβησαν, αφήνοντας την αίσθηση αυτής της απροσδιόριστης θαμπάδας, όπως κάθε φορά που περνάς απότομα από το φως στο σκοτάδι.

«Το διαβατήριό σας, παρακαλώ», της λέει ο υπάλληλος. Ψάχνει την τσάντα της. Νευρικά. Δεν το βρίσκει. Μάλλον κάπου της έπεσε, ίσως το έχει ξεχάσει. «Λυπάμαι. Δεν μπορείτε να περάσετε», συνεχίζει ο υπάλληλος. Εκείνη βράζει. Σαν ηφαίστειο πριν από τη μεγάλη έκρηξη: «Τι λες, ρε κακομοίρη, που δεν θα με αφήσεις να περάσω… Ξέρεις ποια είμαι εγώ;». «Όχι, δεν σας γνωρίζω, κυρία μου», απαντά εκείνος κάνοντας την έκρηξή της μεγαλύτερη, τη λάβα της σαρωτική. «Κάηκες, τελείωσες, θα ψάχνεις για δουλειά στα σκουπίδια…», τον απειλεί. «Κάντε όπως νομίζετε», της ανταπαντά. Ο σύζυγός της της λέει να σταματήσει. Την κοιτάζει ο κόσμος. Με άλλο μάτι. Κενό από δέος. Άδειο από θαυμασμό. Με αποτροπιασμό, σχεδόν με αηδία. Τρέχει πανικόβλητος στο αυτοκίνητο. Βρίσκει το διαβατήριο. «Ήταν πεσμένο έξω από τη θέση του συνοδηγού, πλάι σε έναν κάδο σκουπιδιών», θα πει. Όπως ακριβώς και το image της συζύγου του, που οι επιβάτες πετούν τώρα στον κάλαθο των αχρήστων μετά της φράσης «Θα έπρεπε να ντρέπεστε».

Ναι. όλες εσείς οι σταρ, οι σελέμπριτι, οι επώνυμες, οι γνωστές, οι όπως σας αρέσει αποκαλέστε την πάρτη σας, θα έπρεπε να ντρέπεστε κάθε φορά που μας υψώνετε τουπέ και φρύδι και μας βγάζετε γλώσσα με ένα κεκαλυμμένο ή φανερό «Ξέρεις ποια είμαι εγώ;». Όχι, δεν ξέρουμε ποια είστε εσείς ούτε και μας ενδιαφέρει να μάθουμε. Ή μάλλον ξέρουμε καλά. Είστε η μεταφορά της ξιπασιάς, το συνώνυμο της αγένειας, η προσωποποίηση μιας (τσιχλό)φούσκας. Που όσο περισσότερο προσπαθείτε να τη σκάσετε στα μούτρα των άλλων για να τους τρομάξετε τόσο περισσότερο κολλάει στα δικά σας, κάνοντάς σας να φαίνεστε μικρές, αστείες και θλιβερές…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 10/6