«Εγώ τη δουλειά που κάνει ο τύπος στη Ρόδο θα την έκανα με χαρά. Κι ας μην ήμουν politically correct. Να ’κονομάω τρία, τέσσερα χιλιάρικα τον μήνα. Εδώ παίρνω ένα χιλιάρικο και τα πόδια μου, πάνω-κάτω στην άμμο, γίνονται κομμάτια από τις φουσκάλες. Εκεί τουλάχιστον θα δροσιζόμουν». Το κορίτσι της παραλίας, που μας σερβίρει καφέ, λέει σε λίγα λόγια τη μικρή, πικρή μας αλήθεια. Οι γύρω της συμφωνούν. Κι αυτή η παραδοχή είναι το πιο λυπηρό από όλα. Δεν μπορείς να της το πεις. Σου απαγορεύεται να την επιπλήξεις. Είναι κουτό και μάταιο να της αντιτάξεις πως «δεν τα κάνουμε όλα για τα λεφτά» κι ύστερα να την αφήσεις στη φτώχεια της να σου σερβίρει εξωτικά κοκτέιλ, «με πολλά παγάκια, παρακαλώ».

Σε μία χώρα όπου το θλιβερό, τουλάχιστον στα εργασιακά, ισοδυναμεί με τον κανόνα, το να ωρύεσαι με την εξαίρεση είναι το λιγότερο αστείο. Βλαχομπαρόκ αφεντικά, που στήνουν ξαπλώστρες στη θάλασσα κι απλώνουν κουρελούδες στην άμμο, υπήρχαν και θα υπάρχουν. Όπως ακριβώς μαχαραγιάδες της φακής που στρογγυλοκάθονται επάνω τους με ύφος μεγιστάνα και νεόπλουτοι αφεντάδες (είχα κάποτε έναν τέτοιο), που ενώ σε έχουν απλήρωτο για μήνες περνούν από δίπλα σου με το κινητό στο χέρι διαλαλώντας πόσο ωραία πέρασαν με τη σκαφάρα στη Μυκονάρα. Οι ευαίσθητοι ποζεράδες των σόσιαλ, που ό,τι πετάει τους χαλάει, οι φιλεύσπλαχνοι χαβαλέδες του καναπέ που αλληθωρίζουν από οργή μπροστά σε οθόνες, ας κάνουν λοιπόν έναν κόπο κι ας ανεβάσουν κι αυτά τα παιδιά.

Υπάρχουν πολλά, εύκολα θα τα βρουν σαν δουλοπάροικους σε συνθήκες πολύ χειρότερες από αυτή του σερβιτόρου της Ρόδου. Για κάντε μια βόλτα μέχρι τη Σαντορίνη. Να δείτε εργαζόμενους στον τουρισμό να στοιβάζονται για έναν ύπνο σε κοντέινερ χωρίς κλιματισμό και τουαλέτα. Για πεταχτείτε μέχρι τη Μύκονο. Να αντικρίσετε είλωτες να δουλεύουν για πενταροδεκάρες δίχως ωράριο μέσα στο λιοπύρι. Για πάρτε το πλοίο της γραμμής για μια γύρα νησιωτική... Να μετρήσετε ένσημα-pourboire κι «αν μου κάνεις καταγγελία θα φύγεις νύχτα κολυμπώντας από εδώ». Για βγάλτε τα τεφτέρια σας να υπολογίσετε κλεμμένα μεροκάματα και φύκια πουλημένα για μεταξωτές κορδέλες. Θέλει κόπο αυτό. Θέλει κότσια αυτό. Θέλει τσαμπουκά αυτό που λίγοι τον διαθέτουν. Ποιος θα τα βάλει άλλωστε με το κατεστημένο της ντροπής;

Ας ποστάρουμε καλύτερα το καημένο το παιδί της Ρόδου που όλως τυχαίως ανακαλύψαμε και πολύ σοκαριστήκαμε. Κι όταν η υποκρισία στερέψει, ας πάρουν τη θέση του τα δικά μας παιδιά…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 7/7