Θα 'μαι - δεν θα ’μαι δέκα. Στριμωγμένη στη Lancia Beta, «κάνε πιο κει, παιδάκι μου, να βολευτεί ο παππούς και η νονά». Στα πόδια μου ένα ψυγειάκι γεμάτο, μπλε σαν τη θάλασσα, παγοκύστες, στα γόνατά μου μια στοίβα από πετσέτες, στα χέρια μου ένα ταπεράκι, ξυστά στο μάτι μου η μεταλλική λόγχη μιας ομπρέλας. Φτάνουμε στην Ανάβυσσο, στρώνουμε πετσέτα, καρφώνουμε ομπρέλα, κάνουμε βουτιά, ανοίγουμε ταπεράκι, μασουλάω κεφτέδες κριτσανιστούς, με κόκκους άμμου, «το ροδάκινο πλύνε το στη θάλασσα», «έχει αλάτι, δεν το θέλω», είμαι κακομαθημένη, λένε. Φυσάει αέρας, έρημος Σαχάρα η πετσέτα, ιπτάμενο χαλί η ομπρέλα, που πετάει ψηλά για να προσγειωθεί στα οπίσθια της παραδιπλανής μας, «πολύ μας συγχωρείτε», πόσο απεγνωσμένα ήθελα να έρθει η φίλη μου η Μαίρη Πόπινς, μαζί να πετάξουμε με το μαγικό της ομπρελίνο μακριά από εδώ. Η άμμος χαστουκίζει τα ροδαλά μου μάγουλα, τα λόγια της μαμάς πονάνε περισσότερο: «Δεν τηγάνιζα στις επτά το πρωί κεφτέδες για να πάνε χαμένοι. Αν δεν φάτε και τον τελευταίο, δεν πάμε πουθενά! Εδώ θα κοιμηθείτε…».

Ξυπνάω από τον εφιάλτη. Δέκα χρόνια μετά. Απλωμένη σε ξαπλώστρα σαν λευκή κιλότα, που στεγνώνει πεντακάθαρη στον ήλιο, χωρίς άμμο, βότσαλα και φύκια. Πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι στέκει μια παγωμένη μπίρα, μια μερίδα κεφτεδάκια που δεν κάνουν κριτς κρατς στο δόντι και μια φρουτοσαλάτα χωρίς προσθήκη αλατιού. Δηλώνω ερωτευμένη. Με το «κρεβάτι στον ήλιο», με την ομπρέλα που με σκιάζει (χωρίς κανέναν να σκιάζει), με το άδειο από ταπεράκι τσαντικό, με το καλοκαίρι που δεν χώνευα και που πολύ αποφάσισα να αγαπώ.

Τα χρόνια πέρασαν. Οι ξαπλώστρες έγιναν ντιβανοκασέλες πολυτελείας, «150 ευρώ το σετ, κυρία μου», τα τραπεζάκια αλουμινένιες τραπεζαρίες, οι ομπρέλες σκηνές βεδουίνων με τούλια και ριχτάρια, το μελωδικό «Sapore di sale» τσιφτετελοαμανές, η ασυδοσία νόμος, η κονόμα σκοπός, το μπραβιλίκι, το νταβατζιλίκι και το ξεφτιλίκι συνώνυμα του τουρισμού.

Και τώρα; Τώρα, μαζέψτε τα όλα! Τις μίζες, τις παρανομίες, τις ανομίες και κυρίως τους «μάγκες» που έκαναν τις παραλίες τσιφλίκια τους. Ξηλώστε όσα πρέπει, κατεδαφίστε ό, τι πρέπει, τιμωρήστε όσους πρέπει, αλλά ως εκεί (και μη παρέκει). Το ότι κάποιοι παρανό(μ)ησαν δεν θα γυρίσει τους υπόλοιπους μισό αιώνα πίσω. Στην τελική, υπάρχουμε κι εμείς. Που θέλουμε την ξαπλώστρα μας, την ομπρέλα μας, τη βολή μας, την υπερβολή μας και κυρίως τον καθαρό από κάθε ίχνος άμμου λατρεμένο μας κεφτέ…

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» την Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023