Επτά. Το πρωί. Στο μπρίκι ελληνικός καφές, στο στόμα μια φρυγανιά, στο σπίτι ησυχία. Ανοίγω ψυγείο, κλείνω ψυγείο, τίποτα δεν έχει, αναστεναγμός βαθύς, «μα και στον ύπνο τους τρώνε αυτά τα παιδιά, παρέα με τον μπαμπά τους;». Φρούτα. Πού είναι τα φρούτα; Και αυγά. Ποιος έφαγε τόσα αυγά; Και ντομάτες. Πότε τελείωσαν οι ντομάτες; Και λεφτά. Πότε στέρεψαν και δαύτα; Και νεύρα. Αυτά δεν στερεύουν ποτέ. Στο ένα χέρι ο καφές, στο άλλο το πόμολο της πόρτας, ανοίγω με το μάτι καρφωμένο στο φλιτζάνι μονολογώντας «μη χυθεί πάλι ο ρημάδης», σκοντάφτω σε κάτι, διάολοι ανατέλλουν μαζί με τον ήλιο, η φωνή της κόρης μου «γούρι είναι, ρε μαμά», γούρι ήταν, παιδί μου, αυτή τη φορά.

Στα πόδια μου στέκει ένα καφάσι. Γεμάτο σύκα και σταφύλια και ντομάτες και μελιτζάνες και πιπεριές και αυγά (πολλά αυγά). Ποιος τα έφερε; Πότε τα έφερε; Και, κυρίως, γιατί τα έφερε; Δεν μπορεί. Κάποιο σκοπό θα έχει. Με κανέναν δεν έχουμε πάρε-δώσε στο χωριό, μαθημένοι απ’ την Αθήνα σε μια «καλημέρα» που δεν υψώνεται ποτέ, ούτε για να πέσει είμαστε, κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ. Μήπως, έτσι ξινή κι αντικοινωνική που είμαι, θέλουν να με ξεκάνουν; Χώνω τη μύτη μου στις ντομάτες, «μυρίζει το δηλητήριο;», ρωτάω τον άντρα μου. «Πώς καταλαβαίνεις τα κλούβια αυγά;», συνεχίζω. Με γλαρωμένο μάτι με κοιτάζει λες και είμαι τρελή. Είμαι τρελή. Μεγαλωμένη σε μια πόλη που κανείς δεν δίνει του αγγέλου του νερό, που ο καθένας κοιτάζει την πάρτη του, που το κέρασμα περιμένει ανταπόδοση, που η χάρη έχει σκοπό, που η βοήθεια βασίζεται σε σχέδιο, που οι σχέσεις είναι ρουσφέτια και οι άνθρωποι τέτοιοι μόνο στα χαρτιά, μια τρέλα σ’ τη φυλάει. «Καλημέρα!», ακούω μια γυναικεία φωνή. 

Ανταποδίδω διστακτικά. «Σας άφησα ένα καφάσι με φρούτα και λαχανικά από τα κτήματά μας. Τα αυγά είναι για τα παιδιά. Φρέσκα, από τις κότες μας». «Γιατί;», θέλω να τη ρωτήσω. Δεν το κάνω. Το αναπάντεχο φίλεμα έχει απαντήσει: γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι. Αγνοί σαν το γάλα της κατσίκας τους, καθαροί σαν το αέρα του χωριού τους, καλοσυνάτοι σαν μικρά παιδιά, όσα χρόνια, όσα βάρη κι όσα δύσκολα κι αν κουβαλούν στις πλάτες τους. «Ελάτε, να σας κεράσω έναν καφέ», της φωνάζω από μακριά. «Κάποια άλλη φορά», μου απαντά. «Καλή καρδιά να έχουμε κι όλο και κάπου θα βρεθούμε». Επαναλαμβάνω αυτό το «καλή καρδιά» και ξάφνου νιώθω τη δική μου να χτυπά λίγο δυνατότερα…