Στις πρόσφατες δίδυμες εκλογές ο ελληνικός λαός καταψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ και για το κυβερνητικό παρελθόν του και για το αντιπολιτευτικό παρόν του.

Καταδικάστηκαν έτσι τα ψέματα και ο λαϊκισμός, αλλά και το γεγονός ότι ως αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αναπτύξει έναν σοβαρό αντιπολιτευτικό λόγο και έχασε, όπως πολλές φορές έχουμε πει, τέσσερα χρόνια βρίζοντας, συκοφαντώντας, κάνοντας το άσπρο μαύρο, διαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα και ρίχνοντας πάντα τα βάρη στους άλλους. Έδειξαν ότι συνήθισαν τόσο πολύ και τόσο γρήγορα στις καρέκλες της εξουσίας που δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν ούτε από τα παλιά τους στερεότυπα ούτε από τις νέες συνήθειες, τύπου νομενκλατούρας. Το γεγονός δεν θα ενδιέφερε κανέναν στη χώρα, αν και αυτή τη φορά δεν αποδεικνυόταν πως θα ζούμε για πολλά ακόμη χρόνια τις συνέπειες από την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική σκηνή.

Πληρώσαμε τις συνέπειες της παράκρουσης του 2014 και των «ηρωισμών» του πρώτου οκταμήνου του 2015. Τότε ο κ. Τσίπρας είχε ομολογήσει πως είχε αυταπάτες. Πληρώσαμε τις συνέπειες της μεταναστευτικής κρίσης, με τα ανοιχτά σύνορα και τα γενικά προσκλητήρια. Πληρώσαμε τις συνέπειες της παρελκυστικής τακτικής όσον αφορά την ολοκλήρωση της δίκης της Χρυσής Αυγής - αυτό το πληρώνουμε ακόμη. Και τώρα πληρώνουμε τις συνέπειες της απλής αναλογικής. Γι’ αυτό ο κ. Τσίπρας είπε το «mea culpa».

Όλοι γνωρίζουμε πως αν ο κ. Τσίπρας προσωπικά δεν διαφήμιζε συστηματικά και επί σειρά ετών, από το 2016, τη «μεγάλη επιτυχία» του να ψηφίσει ένα «εκλογικό σύστημα που εξασφαλίζει την ισοτιμία της ψήφου», δεν θα φτάναμε στον σημερινό κατακερματισμό της Βουλής - τον οποίο τώρα καταγγέλλει και φορτώνει στη Νέα Δημοκρατία. Όλοι γνωρίζουμε πως αν η εκλογική διαδικασία είχε ολοκληρωθεί στις 21 Μαΐου, η χώρα θα είχε από τότε αποκτήσει κυβέρνηση με τη δεδηλωμένη της Βουλής και δεν θα δινόταν ο χρόνος σε μια σειρά από κόμματα να βρεθούν στο προσκήνιο και από εκεί στο Κοινοβούλιο. Την ίδια ώρα, ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας, περί τους 800.000, δεν προσήλθαν στη δεύτερη κάλπη για μια σειρά από αιτίες που σχετίζονται κυρίως με το δήθεν προεξοφλημένο αποτέλεσμα.

Με λίγα λόγια, η απόρριψη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τόσο συντριπτική στην κάλπη της 21ης Μαΐου που το εκλογικό σώμα δεν είχε τον χρόνο να επεξεργαστεί τις συνέπειες αυτής της ήττας, ακόμη και με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Δεν ήταν δηλαδή εύκολο να αναλυθούν και να εμπεδωθούν οι παράπλευρες συνέπειες. Και μάλιστα ενώ την ίδια ώρα -και επί χρόνια- ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστατούσε σε κάθε λογής τοξικότητα. Είχαν απορριφθεί οι ίδιοι και έκαναν το παν για να απορριφθούν όλοι. Χρησιμοποιούσαν μια τοξική γλώσσα του μίσους με κάθε ευκαιρία, έφτασαν στο σημείο να αποκαλούν «δολοφόνους» τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Η γλώσσα του μίσους δεν απέτρεψε ένα μεγάλο πλειοψηφικό κομμάτι του λαού να ψηφίσει τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αντίθετα, πείσμωσε τον κόσμο του μέτρου και της λογικής.

Ωστόσο, η γλώσσα του μίσους απελευθέρωσε άλλες δυνάμεις, που έσπευσαν να επωφεληθούν. Δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, καταφεύγοντας στη γλώσσα του μίσους, ούτε τη Νέα Δημοκρατία έβλαψε ούτε τον εαυτό του ωφέλησε. Κατάφερε, όμως, να ωφελήσει δήθεν αντισυστημικές, δήθεν πατριωτικές, δήθεν θρησκευόμενες ομάδες. Τους δήθεν που απλά θέλουν να δημιουργήσουν ο καθένας από ένα δικό του υποσύστημα. Δυστυχώς για τη χώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ -και πλέον και ο κ. Τσίπραςέφυγε αφήνοντας πίσω του δυνάμεις που στην πράξη αντιστρατεύονται τη δημοκρατία και τις κατακτήσεις της.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 2/7